Η απώλεια του ανταγωνισμού, που επηρεάζεται από την αύξηση του κόστους, αναγκάζει ορισμένους Αλβανούς παραγωγούς να στραφούν σταδιακά στις εισαγωγές, προκειμένου να επιβιώσουν.
Οι πρώην επικεφαλής του ζυθοποιείου “Stela” ήταν από τους πρώτους παραγωγούς που άρχισαν να εισάγουν ξένες μάρκες μπύρας, παράλληλα με την εγχώρια παραγωγή, ώστε να αντισταθμίσουν τις απώλειες από τη μείωση των πωλήσεων.
Ο πρώην διαχειριστής του ζυθοποιείου, Έντζο Παντέκι, είχε δηλώσει στο παρελθόν ότι η εταιρεία είχε προσθέσει εισαγόμενα premium προϊόντα, όπως χυμούς φρούτων και μπύρα, με στόχο την αύξηση του κύκλου εργασιών. Σύμφωνα με τον ίδιο, η κυβέρνηση δεν έδινε προτεραιότητα στην εγχώρια παραγωγή, γεγονός που ανάγκαζε τους παραγωγούς να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.
Η εισαγωγή μπύρας εξετάζεται ως επιλογή και από άλλους παραγωγούς. Εκπρόσωποι του ζυθοποιείου “Korça” ανέφεραν ότι η εταιρεία μελετούσε τις πιθανές στρατηγικές για την εξισορρόπηση της εγχώριας παραγωγής και την αύξηση της κερδοφορίας. Τόνισαν, ωστόσο, ότι απαράβατος όρος ήταν η διατήρηση της ποιότητας, της γεύσης και της αυθεντικής παράδοσης της μάρκας.
Ο Άρταν Στρόκα, επικεφαλής του ζυθοποιείου “Kaon”, δήλωσε ότι εξέταζε το ενδεχόμενο εισαγωγής μιας γερμανικής μπύρας, η οποία στη συνέχεια θα διανεμόταν μέσω του δικτύου της εταιρείας του.
Ο ίδιος ανέφερε πως, ακόμη και με την έναρξη της τουριστικής περιόδου, δεν αναμενόταν σημαντική αύξηση της ζήτησης, καθώς οι εγχώριοι παραγωγοί αδυνατούσαν να ανταγωνιστούν στις τιμές. Για τον λόγο αυτό, όπως είπε, θα ήταν αναγκασμένος να μειώσει το προσωπικό της εταιρείας του κατά περίπου 30% μέσα στο 2025.
Συγκεκριμένα, εξήγησε ότι πριν από τις φορολογικές αλλαγές και την αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στην μπύρα, το εργοστάσιο απασχολούσε 170 άτομα. Ωστόσο, μετά την αύξηση του φόρου το 2023 και την άνοδο του κόστους, ο αριθμός των εργαζομένων είχε ήδη μειωθεί κατά 50%. Σύμφωνα με τον ίδιο, μετά τον Μάιο του 2025, προβλεπόταν περαιτέρω μείωση κατά το ένα τρίτο, λόγω της αδυναμίας κάλυψης του κόστους και της πτώσης των πωλήσεων.
Σύμφωνα με στοιχεία των Τελωνείων, το 2024 εισήχθησαν συνολικά 59,4 εκατομμύρια λίτρα μπύρας, η μεγαλύτερη ποσότητα της τελευταίας 11ετίας (2013-2024). Σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά περίπου 7%.
Παρότι ο Ιανουάριος δεν είναι μήνας υψηλής κατανάλωσης μπύρας, το μερίδιο των ξένων μπυρών στην εγχώρια αγορά αυξήθηκε. Τον Ιανουάριο του 2025, εισήχθησαν 3,2 εκατομμύρια λίτρα μπύρας, σημειώνοντας αύξηση 35% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2024. Το μερίδιο των εισαγόμενων μπυρών, που ήταν 53% τον Ιανουάριο του 2024, έφτασε στο 56% τον Ιανουάριο του 2025.
Εκπρόσωποι της εταιρείας “Eurolab International Group”, που εισάγει πάνω από 25 μάρκες ξένων μπυρών, ανέφεραν ότι η ζήτηση είχε αυξηθεί τόσο το 2024 όσο και τους πρώτους μήνες του 2025.
Σύμφωνα με τους ίδιους, η αύξηση της ζήτησης δεν οφειλόταν στις τιμές, καθώς οι εισαγόμενες μπύρες πωλούνταν ακριβότερα από τις εγχώριες, αλλά στη σταθερότητα των εμπορικών σημάτων, τις επενδύσεις στο μάρκετινγκ και την ποιότητα των προϊόντων.