Οι προοπτικές και η σχέση των Δυτικών Βαλκανίων τόσο με την ΕΕ όσο και με τους υπόλοιπους διεθνείς παίκτες ήταν μερικά από τα θέματα που αναλύθηκαν κατά τη διάρκεια συνεδρίου που διοργάνωσε το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), με τίτλο «Προσδεθείτε! Θα ενταχθούν τα Δυτικά Βαλκάνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι το 2025; Ή όχι;».

Ένα χρόνο μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Πρεσπών και «καθ' οδόν» για τον σχηματισμό της νέας σύνθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ΕΛΙΑΜΕΠ σε συνεργασία με το Balkans in Europe Policy Advisory Group (BiEPAG) και το Open Society European Policy Institute (OSEPI) άνοιξαν τον διάλογο σε μία σειρά θεμάτων που ενώνουν και σε μεγάλο βαθμό καθοδηγούν το μέλλον και τη σταθερότητα σε αυτήν την «δύσκολη» περιοχή της Ευρώπης, αναφέρει σε ανακοίνωσή του το ΕΛΙΑΜΕΠ.

«Τα Δυτικά Βαλκάνια εξακολουθούν να προκαλούν προβληματισμό, τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ασφάλειας και γι' αυτό βρίσκονται σταθερά στα ερευνητικά ενδιαφέροντα του Ιδρύματος ανέφερε ανοίγοντας την εκδήλωση ο γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ, Δρ Θάνος Ντόκος, ενώ η εκτελεστική διευθύντρια του European Fund for the Balkans, Αλεξάντρα Τόμανιτς υπογράμμισε πως τα κράτη της περιοχής επιθυμούν την είσοδο στην ΕΕ, ωστόσο «θα πρέπει να προσπαθήσουν να επιλύσουν μία σειρά ζητημάτων, όπως είναι η διαφθορά, η φτώχεια, τα μεγάλα δημοκρατικά ελλείμματα και ο εθνικισμός».

Στον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε αλλά και συνεχίζει να έχει η Ελλάδα στα Δυτικά Βαλκάνια αναφέρθηκε ο Σρέντιαν Τσβίγιτς, κύριος πολιτικός αναλυτής στο OSEPI σε θέματα εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ, ενώ ο Διευθυντής του Προγράμματος Νοτιοανατολικής Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ, Αν. καθηγητής, Ιωάννης Αρμακόλας τόνισε ότι «είναι σημαντικό για τη σταθερότητα και τη δημοκρατία στα Δυτικά Βαλκάνια η ημερομηνία τελικής ένταξης στην ΕΕ να μην παραταθεί για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς σε αυτή την περίπτωση το σενάριο της ένταξης δεν θα είναι πλέον ρεαλιστικό».

Αποσύνδεση της ευρωπαϊκής προοπτικής Β. Μακεδονίας και Αλβανίας

Ιδιαίτερα γόνιμο διάλογο πυροδότησαν οι τοποθετήσεις των ομιλητών κατά τη διάρκεια του πρώτου πάνελ με θέμα: «Τα Δυτικά Βαλκάνια μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών», το οποίο συντόνισε η Ρίτσα Παναγιώτου, κύρια Ερευνήτρια του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Η Αλεξάνδρα Βουδούρη, διπλωματική συντάκτρια στον Αθήνα 9,84 και στο Macropolis.gr εκτίμησε πως, εφόσον εκλεγεί, η ΝΔ θα τηρήσει μία θετική στάση απέναντι στα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το εμπόριο, την οικονομία και την διασυνοριακή συνεργασία. Επίσης, εκτίμησε ότι η ΝΔ ως κυβέρνηση θα συμφωνήσει με την αποσύνδεση της Αλβανίας από τη Βόρεια Μακεδονία και θα αποδεχθεί την έναρξη των διαπραγματεύσεων της δεύτερης με την ΕΕ, εφόσον υπάρχει συναίνεση από όλα τα άλλα κράτη μέλη για τις διαπραγματεύσεις. Επίσης, τόνισε ότι η ΝΔ θα δώσει έμφαση στα ζητήματα της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία σε σχέση με την ευρωπαϊκή πορεία των Τιράνων.

Από την πλευρά του, ο Φλόριαν Μπίμπερ, καθηγητής ιστορίας της ΝΑ Ευρώπης και Πολιτικής του Πανεπιστημίου Γκρατς και διευθυντής του Κέντρου Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης υπογράμμισε: «Η ΕΕ είναι απόλυτα ικανή να επιλύσει τα προβλήματά της παράλληλα με την διαδικασία της διεύρυνσης. Εξάλλου περίοδοι εμβάθυνσης συνοδεύτηκαν και στο παρελθόν και από διεύρυνση και τούμπαλιν».

Στην ανάγκη μεταρρυθμίσεων στην Βόρεια Μακεδονία εστίασε η Σιμονίντα Κατσάρσκα διευθύντρια του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκής Πολιτικής στα Σκόπια. Όπως είπε χαρακτηριστικά, «το αίτημα για μεταρρυθμίσεις στην Βόρεια Μακεδονία είναι πολύ ισχυρό, παρά το γεγονός ότι η ΕΕ αθέτησε την υπόσχεσή της και δεν έδωσε τελικά το 'πράσινο φως' για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις». Εντούτοις αν η χώρα δεν ξεκινήσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις μετά τον Οκτώβριο, η πολιτική κατάσταση και οι ρυθμοί των μεταρρυθμίσεων είναι πολύ πιθανό να αλλάξουν. Εκτίμησε, δε, πως τα αποτελέσματα από τη Συμφωνία των Πρεσπών θα εξαρτηθούν από τη συμπεριφορά που θα επιδείξουν και τα δύο εμπλεκόμενα μέρη, δηλαδή η Ελλάδα και η Βόρεια Μακεδονία.

«Το σενάριο της Μεγάλης Αλβανίας είναι εντελώς υπερεκτιμημένο. Η χώρα έχει μοναδική προτεραιότητα την ένταξη στην ΕΕ και η περαιτέρω καθυστέρηση της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας με την ΕΕ θα ήταν εντελώς λανθασμένη, ιδιαίτερα μετά τη μεγάλη και σε γενικές γραμμές επιτυχημένη προσπάθεια που έγινε για τη δικαστική μεταρρύθμιση στη χώρα», υποστήριξε ο Αντι Ντομπρούσι , εκτελεστικός διευθυντής του Open Society Foundation Albania (OSFA), τονίζοντας παράλληλα πως «το κόστος της απομόνωσης των Δυτικών Βαλκανίων θα είναι πολύ υψηλότερο από το κόστος της ενσωμάτωσής τους για την ΕΕ».

Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία αποτελούν το μόνο 'εργαλείο' πίεσης προς την Άγκυρα

Στο θέμα: «Προς μία νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή: Ποιο το μέλλον της Διεύρυνσης και της Πολιτικής Γειτονίας» ήταν αφιερωμένο το δεύτερο πάνελ της εκδήλωσης, το οποίο συντόνισε ο διπλωματικός συντάκτης στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», Άγγελος Αθανασόπουλος. Όπως επεσήμανε η Ιζαμπέλ Ιωαννίντες από το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών: «Τα ζητήματα διεύρυνσης βρίσκονται χαμηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων της ΕΕ εξαιτίας των τρεχουσών διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό της Κομισιόν και άλλων προβλημάτων στην ΕΕ και τις ευρωπαϊκές χώρες», προσθέτοντας αναφερόμενη στην κατάσταση στην Τουρκία: «Είναι αδύνατο για την ΕΕ να προσφέρει βοήθεια στην κοινωνία των πολιτών στην Τουρκία αν διακοπούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις».

Από την πλευρά του, ο κ. Τσβίγιτς εστίασε στην ανάγκη «να διαχωρίσουμε την διεύρυνση από την πολιτική γειτονίας, με το να δημιουργήσουμε μία Γενική Διεύθυνση στην Κομισιόν (DG Europe) που θα εστιάζει στα θέματα διεύρυνσης και σχέσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit. Αυτή η Γενική Διεύθυνση θα είχε στενότερη γεωγραφικά εντολή, αλλά περισσότερο φιλόδοξους στόχους και αντικείμενο». Σύμφωνα με τον ίδιο, επίσης, «είναι καιρός να 'παγώσουμε' τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, καθώς είναι ο μόνος τρόπος να ανανεώσουμε την μετασχηματιστική δύναμη της διεύρυνσης». Επίσης, υποστήριξε ότι θα πρέπει να καταργηθεί η δυνατότητα βέτο των κρατών μελών για το άνοιγμα και το κλείσιμο των κεφαλαίων ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ.

Αντίθετη άποψη εξέφρασε η Μαριλένα Κοππά, αν. καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, λέγοντας χαρακτηριστικά πως: «παρά τα προβλήματα, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία πρέπει να διατηρηθούν, αφού αποτελούν το μόνο 'εργαλείο' πίεσης προς την Άγκυρα». Τέλος, ο Κώστας Υφαντής, Καθηγητής στα Πανεπιστήμια Πάντειο και Kadir Has, της Τουρκίας, εξέφρασε την άποψη ότι η ΕΕ δεν έχει πραγματικό γεωπολιτικό πλεονέκτημα απέναντι στην Τουρκία στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. «Στην πραγματικότητα κανείς δεν θέλει να καταρρεύσει η σχέση ΕΕ-Τουρκίας. Και η Άγκυρα το γνωρίζει αυτό».

Οι σχέσεις Σερβίας-Κοσόβου

Στις σχέσεις Σερβίας- Κοσόβου ήταν αφιερωμένο το τρίτο πάνελ της εκδήλωσης με τίτλο «Η πιο δύσκολη περίπτωση: Είμαστε στα πρόθυρα μιας συμφωνίας Σερβίας- Κοσόβου;» με συντονιστή τον Νικόλαο Τζιφάκη, αν. καθηγητή του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Η Ντόνικα Εμινι, από το Κέντρο Σπουδών Ασφαλείας του Κοσόβου αναφερόμενη στην ανταλλαγή εδαφών είπε ότι «ο Πρόεδρος του Κοσόβου Θάτσι αποδυναμώθηκε εξαιτίας της υπόθεσης ανταλλαγής εδαφών και πως ο Πρωθυπουργός Χαραντινάι θεωρείται πλέον ο βασικός εταίρος της Γερμανίας στη χώρα και όχι ο Θάτσι». Εκτίμησε δε ότι ο Πρόεδρος Θάτσι δεν μπορεί πια να συμφωνήσει σε μια τελική λύση που δεν θα έχει την ευρεία αποδοχή του μεγαλύτερου μέρους του πολιτικού προσωπικού και της κοινωνίας πολιτών. Ο Μίλαν Αντόνιεβιτς από το Open Society Foundation της Σερβίας, μιλώντας για το ίδιο θέμα ανέφερε ότι «οι δημοσκοπήσεις στη Σερβία δείχνουν ότι η ιδέα της ανταλλαγής εδαφών είναι μη δημοφιλής. Όμως μια στοχευμένη καμπάνια των μέσων μαζικής ενημέρωσης στη χώρα θα μπορούσε να αλλάξει αυτή τη εικόνα».

Για το θέμα Σερβίας- Κοσόβου τοποθετήθηκε και η Μάγια Πίτσεβιτς, συνεργάτης του EastWest Institute στα Βαλκάνια, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «χωρίς την ενταξιακή προοπτική δεν υπάρχει κανένα κίνητρο για την Σερβία να επιλύσει το θέμα του Κοσόβου. Και η ενταξιακή προοπτική της Σερβίας δεν πηγαίνει καλά». Επίσης, τόνισε ότι η ανταλλαγή εδαφών ως λύση για την τελική συμφωνία Σερβίας-Κοσόβου βρίσκεται για την ώρα εκτός διαπραγματεύσεων, αλλά είναι πολύ πιθανό να επιστρέψει στην πολιτική ατζέντα. Την ίδια ώρα, ο Δημήτρης Μοσχόπουλος, πρέσβης επί τιμή, πρώην μεσολαβητής της ΕΕ στο Κόσοβο, υπογράμμισε ότι «η παραδοχή των Ελλήνων πολιτικών ότι θα ήταν διατεθειμένοι να αποδεχθούν οποιασδήποτε συμφωνία για το Κόσοβο δείχνει την έλλειψη ενδιαφέροντος για το ζήτημα. Αντ' αυτού η Ελλάδα θα έπρεπε να μελετήσει τι είδους συμφωνία προωθείται και τι συνέπειες θα είχε η αποδοχή της για την περιοχή και τους κατοίκους της και στη βάση αυτής της ανάλυσης να αποφασίσει αν θα στηρίξει ενδεχόμενη λύση». Ο πρέσβης Μοσχόπουλος υποστήριξε επίσης ότι δεν θα είχε κανένα νόημα μια τελική συμφωνία που δεν θα περιλάμβανε και την αναγνώριση του Κοσόβου από τη Σερβία, ενώ για τα ανταλλάγματα που θα μπορούσε να κερδίσει η Σερβία - πέρα από την πρόοδο στη διαδικασία ένταξης στην ΕΕ - ανέφερε ότι οι προβλέψεις του Σχεδίου του διαπραγματευτή του ΟΗΕ Αχτισάαρι, τις οποίες έχει μονομερώς δεσμευθεί να υιοθετήσει το Κόσοβο, είναι επαρκείς. Θα πρέπει όμως το Κόσοβο επιτέλους να προχωρήσει στην πλήρη εφαρμογή του Σχεδίου Αχτισάαρι χωρίς καθυστερήσεις. Η αν. διευθύντρια του European Council Foreign Relations (ECFR) και επικεφαλής του ECFR στη Σόφια, Βεσέλα Τσέρνεβα τέλος, τόνισε ότι η γερμανική διπλωματία κατάφερε να διακόψει τις προσπάθειες για συμφωνία Σερβίας-Κοσόβου στη βάση της ανταλλαγής εδαφών, την οποία προωθούσαν οι ΗΠΑ. Προέβλεψε επίσης πως θα πρέπει να αναμένουμε ότι θα υπάρξει νέα ώθηση για ενεργότερο ρόλο των ΗΠΑ στις διαπραγματεύσεις για την τελική λύση μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου.

πηγη: ΑΠΕ