Διαδρομές: Χάονες, οι φρουροί της Ηπείρου Γλώττας


Όταν ξεκινάει κανείς από Αθήνα για Τίρανα, παρά την εδαφική συνέχεια και την γεωγραφική γειτνίαση των δύο όμορων χωρών, αισθάνεται ότι πηγαίνει σε μία πόλη πιο μακρινή από το Λονδίνο, το Βερολίνο ή το Παρίσι. Και μετά συμβαίνει, ό,τι συμβαίνει κάθε φορά στο τέλος της Μήδειας. «Τίποτα απ' όσα περιμέναμε, δεν έγινε. Και αυτό που γίνεται, δεν ήταν για να γίνει». Διότι τα βουνά, τα δέντρα και οι άνθρωποι της Νοτίου Βαλκανικής σε βυθίζουν στον πιο μύχιο εαυτό σου.

Όταν ξεκινάει κανείς για Τίρανα εκείνο που του ξενίζει περισσότερο είναι η εικόνα της αλβανικής σημαίας. Το κόκκινο, μετά την γαλανόλευκη, καίει τα μάτια, και τον δικέφαλο αετό μόνο ως μεταβυζαντινό μπορεί κανείς να τον εννοήσει.

Κι όμως, στην Αλβανία βρίσκει κανείς πατρίδα, και φευ, βρίσκει πατρίδα του. “Εμείς είμαστε Χάονες” συστήνονται και έχουν πάντοτε και κάτι από Μολοσσούς, σε ομορφιά και χάρη, αλλά το σάστισμα του νεοαφιχθέντα θα πάρει καιρό να κοπάσει. Τούτοι οι άνθρωποι, η περπατησιά τους, η ντοπιολαλιά τους, μόνο στο Ζατελικό σύμπαν υπήρχαν προηγουμένως για τον επίδοξο Βαλκάνιο επισκέπτη. Μόνο όταν συνειδητοποιεί κανείς ότι τον ουρανό της Αλβανίας, τον μετράνε με το πέταγμά τους και ηπειρωτικά γεράκια, αγαπάει αυτόν τον ουρανό. Και κάνει ειρήνη με την ερυθρά σημαία.

Κάπως έτσι αρχίζει ο ίμερος για την Ήπειρο, την Άπειρo Χώρα. Εκεί όπου τα πάντα είναι ισχυρά σαν φάρμακα, ή σαν δηλητήρια, ανάλογα με τα κέφια του ζυγού του βαλκάνιου φαρμακοτρίφτη. Η γη της Ηπείρου είναι όμορφη, σαν σώμα έρωτα, για το οποίο αισθάνεται κανείς ψυχαναγκασμό πιθαμή προς πιθαμή να σεργιανίσει.

Στην Ήπειρο, ήτοι την δωρική προφορά της λέξεως Άπειρος Χώρα, -στα μάτια των Κερκυραίων έτσι φάνταζε αυτή η αχανής έκταση γης, δίχως δηλαδή πέρας-, συνειδητοποιεί κανείς ότι τα μέρη και οι άνθρωποι δεν είναι όπως τα κάστανα και τα καρύδια, που αφαιρεί κανείς τον φλοιό για να γευτεί την ψίχα τους. Δεν μπορεί να διαχωρίσει κανείς τον τόπο από τις ψυχές και τις παρουσίες. Όλα μαζί είναι και ψίχα και ψυχή.

Πώς να ξεχωρίσει κανείς τον Λογαρά από την θέα και το αίσθημα ιλίγγου, που τον κάνει να θέλει να φτάσει με τα πόδια κουτρουβαλώντας ως την κυανή ακτή. Πώς να αποκόψει την Χιμάρα από τα κυκλώπεια τείχη του Κάστρου, τα βουτήματα της Αντ. στο ελληνικό σχολείο, τις πυγολαμπίδες σε ερωτικό οίστρο και το δυνατό φως των άστρων την νύχτα λόγω ασθενούς ή διακεκομμένης ηλεκτροδότησης. Το Λούκοβο είναι πάντα η αγκρισμένη πασχαλιά, που το χρώμα της, κλέβει τα μάτια, και ο Άγιος Βασίλειος είναι το απείθαρχο γέλιο του Λ. κάτω από το θρόισμα των φύλλων του πλατάνου, καθώς πνέει ούριος άνεμος. Η Φοινίκη είναι οι διάφανες λεύκες και οι υπέρψηλοι πλάτανοι, και τα θαμπά τζάμια από την βροχή και την υγρασία.

Η ομορφιά του Βούρκου είναι τα παραμύθια των Βουρκάρηδων. "Δεν είναι παραμύθια, είναι ξενάγηση", οι ίδιοι σπεύδουν να διευκρινίσουν. Το Μουρσί είναι η νεροποντή και το χαλάζι, και οι ύμνοι των Χαιρετισμών στην πιο παράταιρη εκκλησία, σ ένα χωριό στου οποίου την πλατεία ανεμίζουν οι σημαίες και των δύο γειτόνων χωρών, "γιατί οι κάτοικοι είναι αγαπημένοι", και απέχει από τα σύνορα μία κουβέντα δρόμο.

Τα μέρη αυτά, όπου τα βουνά είναι σαν θάλασσες πράσινες και φουρτουνιασμένες, κι η θάλασσα σαν επουράνια γαλαζωπά βουνά, είναι οι άνθρωποί τους. Η φιλοξενία του Φρ., η ατίθαση οδήγηση του Β., ή μάλλον όλων τους, η ευγένεια του Ν., οι περιγραφικές κανονιστικού περιεχομένου ατάκες του Τ. Είναι η απροϋπόθετη φιλία της Ελ. ένα κλεμμένο πρωινό στους Αγίους Σαράντα, το “σκάλωμα”, όπως λέγαν την αισθαντική πόλη με τα πολλά σκαλιά, πριν από την βέβηλη ανοικοδόμηση.

Όλα αυτά και το βροντοφώνημα του Εθνικού Ύμνου από ένα τσαμπί ανθρώπων ομαιμων, ομόγλωσσων, ομόθρησκων, πάνω στο ακροθαλάσσι, στέκουν πάντα ακίνητα μέσα στον χρόνο, να επιστρέφουν εις το διηνεκές. Σαν τις κορυφές των Ακροκευράνιων που φυλάν μερόνυχτα ένα κολπίσκο που ομοιάζει με λύχνο και μαγικό λυχνάρι στις πιο παράδοξες θαλάσσιες ακτές. Την Χιμάρα ή Χειμάρρα, από την χιμαιρική της ομορφιά ή την ορμή των χειμάρρων που εκβάλλουν στην περιοχή. Ή από όλα αυτά μαζί. -Σου ξεφεύγουν πολύ τα ρω. Και πάχυναν και σύρονται επικινδύνως τα σσσ. Επισημαίνουν επιμόνως, όταν έρχονται φίλοι και συγγενείς από την Ελλάδα. Όλη η φάρσα του ανθρώπου έγκειται σε αυτό ακριβώς το γεγονός. Ότι είναι αναγκασμένος να σφυρίζει την ψυχή του σε σύμφωνα και φωνήεντα, κατά το πώς έλεγε ο Παπαγιώργης. Συνεπώς, όταν η ψυχή πλήττεται από βαρυτάτη μορφή συμπάθειας, είναι λογικό να βαραίνουν και τα υγρά ή συριστικά εξακουλουθητικά σύμφωνα.

Στην Αλβανία γνωρίζει κανείς, του δωρίζεται, ένα κομμάτι της πατρίδας του, -η πατρίδα ως ουτοπία, η πατρίδα ως μη τόπος-, που δεν θα είχε γνωρίζει ποτέ, αν δεν είχε απαντήσει τους Ηπειρώτες. Τους φρουρούς της Ηπείρου Γλώττας. Η γλώσσα συνιστά ήθος, διαμορφώνει συνείδηση και διαφυλάττει ιερά μνήμη.

Ερωτηθείς με μία δόση υφέρπουσας ειρωνείας φίλος που απομακρύνεται από τα Τίρανα, -για την ακρίβεια, απλώς θα περάσει στην άλλη πλευρά της Αδριατικής-, τί θα του λείψει από την Αλβανία, απήντησε κορδώνοντας ασυναίσθητα τον κορμό του: Η ελευθερία. Έτσι όπως μας την έμαθαν από την αρχή οι Χάονες εδώ “στα ξένα”.

Μ.Σ. - kathimerini.gr


Σχόλια