Η Αλβανία έχει αποκτήσει ανθεκτικότητα απέναντι στις κρίσεις των τελευταίων τριών δεκαετιών, με τις επιχειρήσεις να παραμένουν μικρές και ευέλικτες, επιτρέποντας γρήγορη προσαρμογή. Οι πολίτες έχουν βρει εναλλακτικούς τρόπους εξασφάλισης εισοδήματος, είτε μέσω αυτοαπασχόλησης είτε μέσω μετανάστευσης. Παράλληλα, οι ανεπίσημες ροές χρημάτων αποτέλεσαν έναν σταθερό οικονομικό πυλώνα.
Τα τελευταία χρόνια, η οικονομική ανάπτυξη ξεπέρασε τις προβλέψεις, ακόμη και μετά τον σεισμό του 2019, την πανδημία και την ενεργειακή κρίση του 2022-2023, εκπλήσσοντας τους διεθνείς οργανισμούς. Το 2024, η οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά περίπου 4% στο εννεάμηνο, ξεπερνώντας τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη.
Ωστόσο, αυτή η ανθεκτικότητα καλύπτει τις δομικές αδυναμίες της χώρας. Η ανάπτυξη βασίζεται κυρίως στον κατασκευαστικό κλάδο και την αγορά ακινήτων, που αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο της οικονομικής επέκτασης την τελευταία τριετία. Ο τουρισμός έχει αποτελέσει σημαντικό μοχλό κατανάλωσης, αντισταθμίζοντας την επίδραση της μείωσης του πληθυσμού, ο οποίος έχει συρρικνωθεί κατά 400.000 άτομα σε μια δεκαετία.
Ταυτόχρονα, οι δύο βασικοί παραγωγικοί τομείς, η γεωργία και η βιομηχανία, βρίσκονται σε ύφεση, αφήνοντας χώρο στις εισαγωγές. Η αύξηση των μισθών, που προκλήθηκε από τη μετανάστευση και όχι από την άνοδο της παραγωγικότητας, έπληξε τη βιομηχανία, αφαιρώντας το πλεονέκτημα του χαμηλού κόστους εργασίας. Παράλληλα, η γεωργία υποφέρει τόσο από χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες όσο και από τη μείωση του αγροτικού πληθυσμού λόγω μετανάστευσης.
Οι διεθνείς οργανισμοί εκφράζουν αυξανόμενες ανησυχίες. Το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι, παρά τη μακροοικονομική σταθερότητα, η χώρα αντιμετωπίζει κρίσιμες διαρθρωτικές προκλήσεις, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ παραμένει στο ένα τέταρτο των επιπέδων των ΗΠΑ και της ΕΕ-15. Η Παγκόσμια Τράπεζα τονίζει την ανάγκη επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Η τρέχουσα οικονομική στρατηγική δεν φαίνεται να προσφέρει μακροπρόθεσμες λύσεις. Καθώς η δημογραφική γήρανση είναι αναπόφευκτη, η επένδυση στη μόρφωση και την εξειδίκευση είναι απαραίτητη για τον περιορισμό της μετανάστευσης. Το ΔΝΤ προτείνει μεταρρυθμίσεις στη διακυβέρνηση, τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και την αύξηση της παραγωγικότητας.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη επισημαίνει την ανάγκη για οικονομική διαφοροποίηση και αναβάθμιση, καθώς οι τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας μειώνουν τη σημασία τους. Η μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, η καταπολέμηση της διαφθοράς, η διαφάνεια στις επενδύσεις και η ενίσχυση της τεχνολογίας είναι καθοριστικοί παράγοντες για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Μια βραχυπρόθεσμη λύση θα μπορούσε να είναι η επιστροφή μεταναστών, οι οποίοι διαθέτουν πολύτιμη εμπειρία και δεξιότητες από τη Δυτική Ευρώπη. Το κράτος πρέπει να εφαρμόσει κίνητρα για την επιστροφή τους, μετατρέποντάς τους σε μοχλό ανάπτυξης. Ωστόσο, το πρώτο βήμα είναι η αποδοχή της πραγματικής κατάστασης από την κυβέρνηση και η χάραξη στρατηγικών που να αντιμετωπίζουν τις θεμελιώδεις προκλήσεις της χώρας.
Σχόλια