Τις πρώτες πρωινές ώρες της 10ης Νοεμβρίου 2022, μια ομάδα της Αλβανικής Αστυνομίας πραγματοποίησε επιχείρηση στο χωριό Ρερέζ στο Μπεράτ, όπου ανακάλυψε τέσσερα θερμοκήπια καλυμμένα με πλαστικό, διαμορφωμένα για την καλλιέργεια κάνναβης. Τα θερμοκήπια διέθεταν ηλεκτρική σύνδεση και σύστημα άρδευσης, ενώ φρουρούνταν από ένοπλους άνδρες. Σε ένα από αυτά είχε δημιουργηθεί ένας χώρος διαμονής με 81 φουσκωτά στρώματα απλωμένα στο πάτωμα.
Οι αρχές βρήκαν στο έδαφος μόνο αποξηραμένους βλαστούς των ναρκωτικών φυτών, ενώ η συγκομιδή της κάνναβης είχε ήδη μεταφερθεί σε μια πρόχειρη αποθήκη. Εκεί εντοπίστηκαν 700 κιβώτια γεμάτα με τη ναρκωτική ουσία, καθώς και 11 σάκοι που περιείχαν συνολικά 871 κιλά κάνναβης έτοιμα για διακίνηση.
Στην αποθήκη εργάζονταν 95 γυναίκες από διάφορες περιοχές της Αλβανίας, οι οποίες είχαν προσληφθεί από μια οργανωμένη εγκληματική ομάδα. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες ορισμένων από αυτές, είχαν φτάσει στο Μπεράτ μέσω ενός σταθμού συγκέντρωσης στην Kamza, αναζητώντας ημερομίσθια που έφταναν τα 5.000 λεκ (50 ευρώ περίπου) την ημέρα.
Η εμπλοκή των γυναικών στην καλλιέργεια κάνναβης στην Αλβανία δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Οι ρίζες του βρίσκονται στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ωστόσο, η πρόσφατη μονοπώληση της βιομηχανίας αυτής από το οργανωμένο έγκλημα έχει επιφέρει σοβαρές νομικές και ψυχολογικές συνέπειες στις γυναίκες που εμπλέκονται.
Σύμφωνα με δικαστικά έγγραφα που συγκέντρωσε το BIRN, εγκληματικές ομάδες εκμεταλλεύονται τη φτώχεια και την ανεργία των γυναικών στις αγροτικές και περιθωριοποιημένες περιοχές της χώρας, στρατολογώντας τις όχι μόνο ως εργάτριες, αλλά και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ως συνεργάτιδες. Μόνο το 2022, περισσότεροι από 110 γυναίκες συνελήφθησαν ενώ εργάζονταν για εγκληματικές οργανώσεις σε Μπεράτ, Σκόδρα και Πούκα, κυρίως στη διαδικασία αποξήρανσης, καθαρισμού και συσκευασίας της κάνναβης.
Παρότι οι περισσότερες από αυτές τις γυναίκες αφέθηκαν ελεύθερες και ανακρίθηκαν χωρίς να κρατηθούν, οι αρχές θεωρούν ότι κάποιες διατηρούν στενότερους δεσμούς με τα εγκληματικά δίκτυα. Σύμφωνα με τον εισαγγελέα του SPAK, Μπεχάρ Ντίμπρα, τουλάχιστον δύο από τις κατηγορούμενες γυναίκες κατείχαν ρόλο στρατολόγησης άλλων γυναικών στον παράνομο αυτό τομέα.
Παράλληλα, η Αλβανία συνεχίζει να αποτελεί βασικό παραγωγό κάνναβης στην Ευρώπη, αλλά και διαμετακομιστικό κέντρο για σκληρά ναρκωτικά από τη Λατινική Αμερική. Το 2024, η αλβανική αστυνομία κατέστρεψε εκατοντάδες χιλιάδες φυτά κάνναβης σε όλη τη χώρα στο πλαίσιο της επιχείρησης «Καθαρή Επικράτεια».
Ο παράνομος αυτός τομέας θεωρείται ανδροκρατούμενος, με το 96% των κατηγορούμενων να είναι άνδρες. Ωστόσο, εκατοντάδες γυναίκες από φτωχές περιοχές στρατολογήθηκαν μεταξύ 2020-2024 ως εποχιακές εργάτριες, συμμετέχοντας στις τελικές φάσεις επεξεργασίας της κάνναβης.
Οι περισσότερες από τις γυναίκες που συνελήφθησαν προέρχονταν από τις παρυφές των Τιράνων, της Κρούγιας, καθώς και από φτωχές αγροτικές πόλεις όπως το Τσερίκ, το Λιμπράζντ και το Μιλότ. Χωρίς σταθερή εργασία ή με χαμηλόμισθες θέσεις, δέχονταν προσφορές για ημερομίσθια από 30.000 έως 50.000 λεκ, συχνά με τη δικαιολογία της συγκομιδής αρωματικών φυτών.
Πολλές από τις γυναίκες που κατηγορούνται υποστηρίζουν ότι εξαπατήθηκαν, ενώ άλλες αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν λόγω της οικονομικής απόγνωσης. Παρόλο που τα δικαστήρια τείνουν να είναι επιεική, οι κατηγορούμενες αντιμετωπίζουν σοβαρά νομικά και κοινωνικά προβλήματα. Πολλές από αυτές αναγκάζονται να ταξιδεύουν συνεχώς στις δικαστικές αίθουσες, ενώ οι ποινικές τους υποθέσεις τις εμποδίζουν να βρουν νόμιμη εργασία.
Δικηγόροι και υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιγράφουν την κατάσταση αυτή ως «σύγχρονη δουλεία», υποστηρίζοντας ότι οι γυναίκες είναι κυρίως θύματα των συνθηκών και όχι πραγματικές εγκληματίες.
Σχόλια