Σύμφωνα με τα στοιχεία της INSTAT, περίπου το 42% του αλβανικού πληθυσμού, δηλαδή 1,1 εκατομμύρια άνθρωποι, βρίσκονται στο όριο της φτώχειας, αντιμετωπίζοντας σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Αυτή η ανησυχητική κατάσταση καθιστά την Αλβανία μία από τις φτωχότερες χώρες της Ευρώπης. Ωστόσο, έρευνες της Ειδικής Εισαγγελίας κατά της Διαφθοράς (SPAK) και του Ανωτάτου Ελεγκτικού Συμβουλίου αποκαλύπτουν ότι το βασικό πρόβλημα δεν είναι μόνο η φτώχεια, αλλά η συστηματική διαφθορά και η κακοδιαχείριση των δημόσιων πόρων.
Τα δημόσια κονδύλια, κυρίως μέσω διαγωνισμών και συμβάσεων παραχώρησης, έχουν αποτελέσει πεδίο για οικονομικές ατασθαλίες και χειραγώγηση. Σύμφωνα με την πλατφόρμα Open Data Albania, η ανάλυση 1000 μεγάλων κρατικών διαγωνισμών από το 2014 έως το 2023 δείχνει ότι το 65% αυτών, αξίας 3,49 δισ. ευρώ, παρουσιάζει ενδείξεις διαφθοράς και έλλειψης διαφάνειας. Παράλληλα, το συνολικό κόστος των οικονομικών ζημιών από κακοδιαχείριση ανέρχεται στα 8,22 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν στο 60% του δημόσιου χρέους της Αλβανίας.
Έκθεση της Transparency International σε συνεργασία με το Ινστιτούτο για τη Δημοκρατία και τη Διαμεσολάβηση (IDM) επισημαίνει ότι η διαφθορά στην Αλβανία έχει λάβει τη μορφή "κρατικής σύλληψης". Δηλαδή, η πολιτική εξουσία, κυρίως η κυβερνητική πλειοψηφία, συνεργάζεται με ιδιωτικές επιχειρήσεις για την εκμετάλλευση των εθνικών πόρων, ενώ ένα διεφθαρμένο δικαστικό σύστημα διασφαλίζει την ατιμωρησία των εμπλεκομένων.
Η τελευταία δεκαετία έχει σημαδευτεί από ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ πολιτικών, επιχειρηματικών και εγκληματικών δικτύων, με αποκορύφωμα τα τελευταία χρόνια. Ο Gjergji Vurmo, αναλυτής του IDM, σημειώνει ότι η διαφθορά άρχισε να διώκεται χάρη στο SPAK, αλλά το κύριο πρόβλημα παραμένει ότι η Αλβανία παράγει περισσότερη διαφθορά απ’ όση μπορεί να καταπολεμήσει το κράτος.
Η διαφθορά έχει εξελιχθεί μέσω νομοθετικών μηχανισμών που επιτρέπουν τη νομική προστασία των εμπλεκομένων. Ειδικά νομοθετήματα προωθούνται για την κατοχύρωση συμβάσεων παραχώρησης (PPP), οι οποίες συχνά προκύπτουν από απευθείας συμφωνίες με ιδιωτικές εταιρείες, χωρίς ανταγωνισμό.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο αυτοκινητόδρομος Milot–Balldren, που παραχωρήθηκε το 2018 στην εταιρεία "A.N.K shpk" με ειδικό νόμο (52/2019). Η συμφωνία προέβλεπε κόστος 15 εκατ. ευρώ ανά χιλιόμετρο, ενώ το εκτιμώμενο κόστος, βάσει της στρατηγικής του τομέα μεταφορών, ήταν μόλις 6 εκατ. ευρώ. Παρόμοιες περιπτώσεις περιλαμβάνουν τις συμβάσεις για την "Οδική Παράκαμψη του Orikum" και την "Οδό Arbri".
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) έχουν επισημάνει επανειλημμένα τη διαφθορά στις συμβάσεις παραχώρησης και στις κρατικές επενδύσεις. Το ΔΝΤ αναφέρει ότι η διαφθορά αυξάνει το κόστος των δημόσιων επενδύσεων και επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά.
Η διαφθορά έχει πλήξει και την ελκυστικότητα της χώρας για ξένες επενδύσεις. Η βουλευτής της Δημοκρατικής Παράταξης, Jorida Tabaku, σημειώνει ότι η έλλειψη διαφάνειας αποθαρρύνει τους ξένους επενδυτές από τη συμμετοχή τους σε κρατικούς διαγωνισμούς.
Το SPAK έχει ξεκινήσει έρευνες για αρκετές σημαντικές υποθέσεις, όπως τα σκάνδαλα με τα τρία εργοστάσια διαχείρισης απορριμμάτων (incinerators) σε Τίρανα, Φιέρι και Ελμπασάν. Και οι τρεις αυτές συμβάσεις δόθηκαν χωρίς διαγωνισμό, με μόνο έναν υποψήφιο ανά περίπτωση.
Επιπλέον, η υπόθεση του πρώην υπουργού Υγείας Ilir Beqja σχετίζεται με συμβάσεις παραχώρησης στον τομέα της Υγείας, όπως η συμφωνία για την αποστείρωση ιατρικών εργαλείων. Ο ίδιος, καθώς και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι, βρίσκονται υπό έρευνα για παράνομες συναλλαγές.
Σχόλια