Η οικονομία μιας χώρας δεν μπορεί να στηριχθεί σε προσωρινές εκστρατείες, αλλά απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό και διαρθρωτικές αλλαγές. Παρά τις προσπάθειες της αλβανικής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει προβλήματα όπως οι χαμηλοί μισθοί και η αδήλωτη εργασία, οι λύσεις που προτείνονται συχνά περιορίζονται σε επιφανειακές και βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απόφαση της κυβέρνησης πριν από δύο χρόνια να αυξήσει τους μισθούς στον δημόσιο τομέα, με στόχο να επηρεαστεί θετικά και ο ιδιωτικός τομέας. Ωστόσο, οι αυξήσεις στους μισθούς των ιδιωτικών επιχειρήσεων δεν οφείλονται στις κυβερνητικές πιέσεις, αλλά κυρίως στη μαζική μετανάστευση που έχει μειώσει σημαντικά το εργατικό δυναμικό στη χώρα. Η έλλειψη προσωπικού ανάγκασε τις επιχειρήσεις να αυξήσουν τους μισθούς για να διατηρήσουν τους εργαζομένους τους, χωρίς ωστόσο να συνοδεύεται αυτό από αύξηση της παραγωγικότητας. Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε μείωση της ανταγωνιστικότητας, ειδικά σε τομείς όπως ο τουρισμός, όπου τα αυξημένα κόστη έχουν επιβαρύνει τις επιχειρήσεις.
Παράλληλα, η τρέχουσα καμπάνια για την καταγραφή των πραγματικών μισθών και την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας αντιμετωπίζει επίσης περιορισμούς. Παρότι η αντιμετώπιση της παραοικονομίας είναι απαραίτητη, τέτοιου είδους παρεμβάσεις έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Η υποδήλωση μισθών δεν αποτελεί απλώς αποτέλεσμα παραβατικότητας, αλλά σχετίζεται με τη χαμηλή παραγωγικότητα και την υψηλή φορολογική επιβάρυνση.
Ο φορολογικός συντελεστής 23% για μισθούς άνω των 200.000 λεκ είναι ο υψηλότερος στην περιοχή, όπου οι φορολογικοί συντελεστές κυμαίνονται από 10% έως 15%. Αυτή η υπερβολική φορολόγηση έχει μετατραπεί σε σημαντική επιβάρυνση, ειδικά για υψηλόμισθους εργαζομένους και διευθυντικά στελέχη.
Σχόλια