Η απόφαση του Δικαστηρίου των Βρυξελλών, που απαιτεί από την Αλβανία να πληρώσει 110 εκατομμύρια ευρώ στον Ιταλό επιχειρηματία Φραντσέσκο Μπεκέτι, φέρνει στο φως ακόμη μια φορά τις ύπουλες κινήσεις της κυβέρνησης Ράμα. Η κυβέρνηση προσπάθησε να προστατεύσει την εταιρεία “Albcontrol” από τις κατασχέσεις, υποστηρίζοντας ότι πλέον η εταιρεία έχει δημόσιο χαρακτήρα και, συνεπώς, δικαιούται ασυλία. Ωστόσο, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό, υπογραμμίζοντας ότι το πρόστιμο βασίζεται σε μια περίοδο όπου η “Albcontrol” λειτουργούσε ως εμπορική εταιρεία, οπότε δεν μπορεί να επηρεαστεί από μεταγενέστερες νομοθετικές αλλαγές.
Η υπόθεση ξεκίνησε το 2013, όταν ο Μπεκέτι, ιδιοκτήτης του καναλιού “Agon Channel” και άλλων επιχειρήσεων στην Αλβανία, βρέθηκε στο στόχαστρο της αλβανικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με τον Μπεκέτι, οι κινήσεις αυτές ήταν πολιτικά υποκινούμενες, με σκοπό να τον διώξουν από τη χώρα. Η αλβανική κυβέρνηση εξέδωσε εντάλματα σύλληψης κατά του ίδιου και των συνεργατών του, με κατηγορίες για απάτη και ξέπλυμα χρήματος, όμως αυτά δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Η προσφυγή του Μπεκέτι στα βρετανικά δικαστήρια απέδειξε ότι οι κατηγορίες εναντίον του ήταν πολιτικά καθοδηγούμενες, γεγονός που οδήγησε σε απόσυρση της ονομασίας του από τη λίστα αναζητούμενων της Interpol.
Έπειτα, ο Μπεκέτι προσέφυγε στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο της Παγκόσμιας Τράπεζας (ICSID) ζητώντας αποζημίωση για τη ζημιά που υπέστησαν οι επιχειρήσεις του λόγω της πολιτικής δίωξης. Το Διαιτητικό Δικαστήριο δικαίωσε τον Μπεκέτι, επιβάλλοντας πρόστιμο στην Αλβανία ύψους 110 εκατομμυρίων ευρώ. Καθώς η κυβέρνηση προσπάθησε να ανακόψει την καταβολή της αποζημίωσης, το Δικαστήριο των Βρυξελλών ενέκρινε την κατάσχεση των λογαριασμών της “Albcontrol” στην “Eurocontrol”, παρά τις αντιρρήσεις της κυβέρνησης.
Αντιδρώντας στην απόφαση, η κυβέρνηση επιχείρησε να μετατρέψει την “Albcontrol” από εταιρεία σε δημόσιο φορέα, με στόχο την ασυλία από τις κατασχέσεις. Ο νέος νόμος, που εγκρίθηκε από το κοινοβούλιο το 2024, περιλάμβανε την αλλαγή του νομικού καθεστώτος της εταιρείας σε δημόσιο, μη κερδοσκοπικό οργανισμό. Ωστόσο, η αντιπολίτευση κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι ο νόμος αυτός αποσκοπούσε αποκλειστικά στο να προστατευθούν τα περιουσιακά στοιχεία της “Albcontrol” και να παρακαμφθεί η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης στον Μπεκέτι.
Εκτός από την οικονομική διάσταση, η υπόθεση αυτή φέρνει στο προσκήνιο και τον ρόλο της πρώην διευθύντριας της “Albcontrol”, Μπελίντα Μπαλούκου, η οποία κατηγορείται για υπερβολικές δαπάνες κατά τη θητεία της. Η αντιπολίτευση και μέσα ενημέρωσης αναφέρουν υπέρογκα έξοδα σε πολυτελείς εκδηλώσεις και αγορές αμφιβόλου σκοπιμότητας, όπως χαλιά αξίας 70.000 ευρώ, που έγιναν κατά τη διοίκησή της. Η ξαφνική αλλαγή του καθεστώτος της “Albcontrol” φαίνεται να αποσκοπεί και στην απόκρυψη αυτών των εξόδων, καθώς η εταιρεία παύει να είναι υποχρεωμένη να δημοσιεύσει λεπτομερή οικονομικό απολογισμό.
Το συνολικό αποτέλεσμα της υπόθεσης Μπεκέτι επιβαρύνει σοβαρά τις οικονομικές υποχρεώσεις της αλβανικής κυβέρνησης και αποκαλύπτει μια σειρά από αμφιλεγόμενες πολιτικές αποφάσεις. Η υπόθεση αφήνει ανοιχτά ερωτήματα σχετικά με τη διαφάνεια και τη διαχείριση των δημοσίων πόρων, ενώ η προσπάθεια της κυβέρνησης να αποφύγει τις οικονομικές επιπτώσεις μέσω νομικών τεχνασμάτων αμφισβητείται έντονα από την κοινή γνώμη.
Σχόλια