Παρακάτω θα διαβάσετε έναν μεσελέ (ιστοριούλες στα πεζούλια και τις εξώθυρες) του Αλέξανδρου Χ. Μαμμόπουλου από την μεγάλη του συλλογή στους τόμους "ΗΠΕΙΡΟΣ" του 1961
.
Μια ξεχωριστή νότα ευτράπελη και εξυπνότατη του Αργυροκάστρου ήταν οι κολιάκηδες, οι αγυιόπαιδες, τα χαμίνια, οι γαυριάδες. Άφθονη τροφή για δράση τους έδιναν οι πολυποίκιλοι τύποι, που κατέφθαναν στην πόλη τους απ' όλες τις περιφέρειες, που αναφέραμε. Ποιος μπορεί να τους λησμονήσει; Απ' αυτούς έγινε το συνώνυμο κολιάκης, που σημαίνει, σ' όλη την περιφέρεια, τον Καστρινό προς δήλωση πειράγματος, μα και τον πανούργο, τον έξυπνο, εκείνον που δεν σέβεται τον μεγαλύτερό του.
Μια επαρχιώτισσα γριά μπαίνει στην είσοδο της πόλεως. Ξεκαβαλλικεύει, σέρνει το γαϊδούρι από το καπίστρι και σκυφτή, κουφή, στηριζόμενη στο μπαστούνι ανέβαινε το καλντερίμι για το παζάρι.
Ο κολιάκης, αθέατος, από το διπλανό σοκάκι έχει ανέβει κιόλας στο σαμάρι του γαϊδάρου της γριάς και θρονιασμένος κουνάει τα πόδια του δαγκάνοντας ένα ψημένο καλαμπόκι.
Η θριαμβευτική πομπή συνεχίζει μέχρι την αγορά, όπου ο κολιάκης πασίγνωστος δέχεται τα πυρά των ομοίων του και σβέλτος, όπως είναι κατεβαίνει κι εξαφανίζεται ανάμεσά σ' αυτούς.