Αλβανικές αντιφάσεις και αναλήθειες για το δήθεν «Τσάμικο ζήτημα»

Αλβανικές αντιφάσεις και αναλήθειες  για το δήθεν «Τσάμικο ζήτημα»

Άρθρο στο Himara.gr

Του Αντώνη Μπέζα (*)

Η έξαρση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με απόλυτη ευθύνη της γειτονικής χώρας, έχει μετατοπίσει όπως είναι φυσικό το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στα ανατολικά μας σύνορα. Η επιδίωξη όμως των τελευταίων μηνών να διευθετηθεί τώρα το σύνολο των βαλκανικών εκκρεμοτήτων, προκειμένου η διπλωματική ενέργεια της χώρας να αφιερωθεί εκεί όπου υπάρχει το μεγαλύτερο πρόβλημα, κρατάει ανοικτό - αν και με σημάδια κόπωσης- τον ελληνοαλβανικό διάλογο. Η Ελλάδα οφείλει σ’ αυτόν το διάλογο, να μη προβεί σε υποχωρήσεις που θα προκαλέσουν «μη αναστρέψιμες βλάβες».

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην κρατική τηλεόραση της Αλβανίας για την πορεία των διαπραγματεύσεων, ο αλβανός υπουργός Εξωτερικών Ντιτμίρ Μπουσάτι αναφέρθηκε εκτενώς στις αλβανικές θέσεις για το δήθεν «Τσάμικο ζήτημα». Ο αλβανός ΥΠΕΞ ισχυρίσθηκε ότι πρόκειται «για αμιγώς πολιτικό ζήτημα που σχετίζεται άμεσα με τις ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα», για τρείς λόγους: Ο πρώτος λόγος, είναι γιατί «η συνεργασία εκπροσώπων της τσάμικης κοινότητας κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με τους ναζί, αποτελεί ατομική τους ευθύνη και όχι συλλογική και δεν μπορεί να ποινικοποιείται συνολικά η στάση μιας έντιμης κοινότητας».

Ο δεύτερος λόγος, «σχετίζεται με το δικαίωμα στη μνήμη, που σημαίνει ότι η τσάμικη κοινότητα θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να μνημονεύει και να τιμάει τη δράση των μελών της που δε ζουν και έχουν εκδιωχθεί με τρόπους απαράδεκτους για τα ευρωπαϊκά δεδομένα». Ο τρίτος λόγος, κατά τον κ. Μπουσάτι, «σχετίζεται με την ελεύθερη διακίνηση των απογόνων, με τη δυνατότητα δηλαδή που πρέπει να έχουν να επισκέπτονται τις περιουσίες τους, τις οικογένειες και τα σπίτια που έχουν γεννηθεί» και γι’ αυτό «η αλβανική κυβέρνηση έχει ερευνήσει διάφορες πρακτικές, όπως των Σουντέτεν, για τους τρόπους με τους οποίους άλλες χώρες της ΕΕ έχουν αναδείξει παρόμοια θέματα, σε εφαρμογή των αρχών του διεθνούς δικαίου».

Ο ισχυρισμός ότι με τους ναζί συνεργάστηκαν μόνο ορισμένοι εκπρόσωποι της τσάμικης κοινότητας, η κλίκα δηλαδή των Ντιναίων (Νουρί, Μαζάρ και Ρετζέπ Ντίνο) και επομένως η συνεργασία αυτή αποτελεί θέμα «ατομικής ευθύνης», είναι ιστορικά λανθασμένος. Από τη μελέτη των σχετικών γερμανικών στρατιωτικών αρχείων αλλά και των εκθέσεων ελλήνων αστυνομικών προς τις προϊστάμενες αστυνομικές και δικαστικές αρχές, προκύπτει ότι η κινητοποίηση της τσάμικης κοινότητας υπέρ των κατοχικών δυνάμεων υπήρξε γενικευμένη καθώς σχηματίσθηκαν ένοπλες ομάδες στρατού και πολιτοφυλακής (Ξίλια) στο πλευρό του γερμανικού και ιταλικού στρατού.

Πέραν τούτου, η ευθύνη για τη συμμετοχή σε μια εγκληματική οργάνωση (η Βέρμαχτ έχει χαρακτηριστεί ως τέτοια), δεν περιορίζεται σ’ αυτούς που πυροβολούν και θανατώνουν αλλά και σ’ εκείνους που με οποιονδήποτε βοηθητικό ρόλο συμβάλλουν στο να διατηρείται και να λειτουργεί η οργάνωση (πρόσφατο παράδειγμα οι καταδίκες από γερμανικά Δικαστήρια των «λογιστών» του Άουσβιτς, που ενώ δεν συμμετείχαν σε εκτελέσεις, κατέγραφαν τα προσωπικά αντικείμενα των αιχμαλώτων στο στρατόπεδο).

Από την άλλη μεριά, τα δικαιώματα στη μνήμη (ανέγερση μνημείων κλπ) και τη διεκδίκηση των περιουσιών, που επικαλείται ο κ. Μπουσάτι, δεν έχουν δοθεί στους Γερμανούς της Τσεχίας ( στους Σουντέτεν=Σουδήτες), που υπήρξαν συνεργάτες των ναζί. Το συγκεκριμένο παράδειγμα της τσάμικης προπαγάνδας είναι σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, αφού τα περίφημα «διατάγματα Μπένες», του τότε αστού τσέχου προέδρου, με τα οποία εκδιώχθηκαν δυόμιση εκατομμύρια Σουδήτες από την Τσεχία και αφαιρέθηκαν η ιθαγένεια και οι περιουσίες τους, ισχύουν μέχρι σήμερα, παρά τις προσπάθειες της Γερμανίας να θέσει θέμα κατάργησής τους κατά την ένταξη της Τσεχίας στην ΕΕ.

Φυσικά υπάρχουν ακροδεξιές ενώσεις και κόμματα στη Γερμανία που θέτουν το ζήτημα με τον τρόπο του αλβανού ΥΠΕΞ. Κανείς όμως γερμανός πολιτικός του λεγόμενου «συνταγματικού τόξου» δεν έχει επιχειρήσει να το προσεγγίσει έτσι, και βεβαίως, δεν υπάρχει περίπτωση να ζητηθεί από τη Γερμανία το δικαίωμα μνήμης μελών των Ες- Ες ή της Βέρμαχτ και των μειονοτικών συνεργατών τους σε χώρες όπως η Τσεχία και η Πολωνία.

Εξάλλου, η ελληνική νομοθεσία απαγορεύει την εξύμνηση των ναζιστικών εγκλημάτων και των προσώπων που άμεσα ή έμμεσα εμπλέκονται σ’ αυτά, ενώ ελληνικά ειδικά Δικαστήρια Δοσιλόγων (σε Ιωάννινα και Κέρκυρα) καταδίκασαν τουλάχιστον 1930 Τσάμηδες, από το 1945 μέχρι το 1948, ως εγκληματίες πολέμου και συνεργάτες των κατακτητών, δημεύοντας ταυτόχρονα τις περιουσίες τους, πρακτική που ακολουθείται παγίως για όσους καταδικάζονται ως δοσίλογοι.

Υπάρχει και μια άλλη διάσταση, σε σχέση με την επιχειρηματολογία της αλβανικής πλευράς, στην οποία θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή. Η Αλβανία «παίζει και στα δύο ταμπλό», της «ατομικής ευθύνης» και της «συλλογικής απαίτησης», επιλέγοντας κατά το δοκούν όποιο από τα δύο επιθυμεί. Επίσης, ενώ η προβολή του δήθεν «Τσάμικου ζητήματος» στηρίζονταν παλαιότερα «στους κοινά αποδεκτούς κανόνες του διεθνούς δικαίου και των διεθνών σχέσεων», η αλβανική πλευρά από τις αρχές του 2017 απομακρύνεται από το διεθνές δίκαιο και εστιάζει, χρησιμοποιώντας διαφορετική ρητορική, στην πολιτική πλευρά του ζητήματος.

Είναι γεγονός ότι η «συλλογική απαίτηση» είναι δύσκολα παραγραπτή στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, παρόλα αυτά η αλβανική πλευρά δεν μπορεί να την επικαλεστεί εξ υπαρχής γιατί έτσι αυτό-ενοχοποιείται ενεχόμενη σε «συλλογική ευθύνη» για τα εγκλήματα της τσάμικης κοινότητας και επομένως ακυρώνεται η «συλλογική απαίτηση».

Επικαλούνται, έτσι, αρχικά τις «ατομικές ευθύνες και ατομικές απαιτήσεις» (για τις οποίες κάθε άνθρωπος έχει το φυσικό δικαίωμα, άρα και τη νομική βάση), αλλά επειδή σε οποιοδήποτε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο προσφύγουν η επιεικέστερη απάντηση θα είναι η παραγραφή -αφήνοντας κατά μέρος τα ενοχοποιητικά στοιχεία που θα προκύψουν εναντίον τους - προσπαθούν να μεταλλάξουν τις απαιτήσεις τους σε «συλλογικές», μιλώντας για «έντιμη κοινότητα που δεν μπορεί να αμαυρωθεί από μεμονωμένες ατομικές (!) ενέργειες» και ζητούν τη «συλλογική αντιμετώπιση» του ζητήματος ως «πολιτικού».

Εφόσον, όμως, οι ευθύνες θεωρούνται «ατομικές», με ποια νομική βάση ανάγονται στη συνέχεια σε «πολιτικό και διακρατικό θέμα»; Εφόσον οι ευθύνες προβάλλονται ως «ατομικές», τότε γιατί οι αξιώσεις τους προσλαμβάνουν «συλλογικό χαρακτήρα»; Δυοίν θάτερον. Αν οι ευθύνες είναι «ατομικές», τότε δεν μπορεί να υπάρχουν «συλλογικές απαιτήσεις». Οι ισχυρισμοί για «δικαίωμα μνήμης», «ανθρώπινα δικαιώματα» και «πολιτικοποίηση» του ζητήματος, είναι πολύ αδύναμοι για την μετάλλαξη των «ατομικών ευθυνών» σε «συλλογικές απαιτήσεις».

Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να καταστήσει σαφές στην αλβανική ηγεσία ότι οι περιουσιακές διεκδικήσεις και η υποτιθέμενη αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των παλιών συνεργατών του φασισμού, δε βασίζονται στο διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο και επιπλέον δε συνάδουν με την ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας. Αν κάποιος νομιμοποιείται να ζητήσει πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις, είναι η Ελλάδα από την Αλβανία για τις εγκληματικές πράξεις των Τσάμηδων.

(*)Ο Αντώνης Μπέζας είναι πρώην υπουργός και βουλευτής Θεσπρωτίας

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου