Η νομιμοποίηση αυθαίρετων κτισμάτων αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα και πιο σύνθετα ζητήματα που αντιμετωπίζει η Αλβανία τις τελευταίες δεκαετίες. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που προέκυψε κυρίως μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, όταν η μαζική αστικοποίηση και η έλλειψη ρυθμιστικού πλαισίου οδήγησαν σε ανεξέλεγκτη δόμηση.
Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα, σε συνδυασμό με την απουσία επαρκών κρατικών μηχανισμών για τον πολεοδομικό σχεδιασμό, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγάλου αριθμού αυθαίρετων κτισμάτων. Οι πολίτες, συχνά χωρίς άλλη επιλογή, έχτισαν τα σπίτια τους σε δημόσιες ή ιδιωτικές εκτάσεις χωρίς άδεια. Η έλλειψη σαφών διαδικασιών και η αργή αντίδραση του κράτους επέτειναν το πρόβλημα, μετατρέποντάς το σε μια σύνθετη κοινωνική και νομική εκκρεμότητα.
Η αλβανική κυβέρνηση ξεκίνησε επίσημα τη διαδικασία νομιμοποίησης το 2006, με στόχο να επιλύσει το πρόβλημα και να εντάξει τα αυθαίρετα κτίσματα στο νομικό και πολεοδομικό πλαίσιο της χώρας. Παρά τις προσπάθειες, η διαδικασία χαρακτηρίστηκε από μεγάλες καθυστερήσεις, έλλειψη διαφάνειας και συχνά πολιτική εκμετάλλευση.
Τα τελευταία χρόνια, οι αρχές έχουν προχωρήσει σε ψηφιοποίηση της διαδικασίας, επιχειρώντας να μειώσουν τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά. Ωστόσο, η πρόσβαση στις νέες ηλεκτρονικές πλατφόρμες παραμένει δύσκολη για πολλούς πολίτες, ειδικά σε αγροτικές περιοχές ή για κοινωνικές ομάδες με περιορισμένη γνώση της τεχνολογίας.
Η αδυναμία ολοκλήρωσης της νομιμοποίησης έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο για τους πολίτες όσο και για την οικονομία. Οι ιδιοκτήτες αυθαίρετων κτισμάτων δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις περιουσίες τους ως εγγύηση για τραπεζικά δάνεια ή να τις μεταβιβάσουν νομίμως. Παράλληλα, η έλλειψη νομικής κατοχύρωσης περιορίζει τις δυνατότητες αστικής ανάπτυξης και δημιουργεί προβλήματα στην οργάνωση των δημόσιων υποδομών.
Επιπλέον, υπάρχουν καταγγελίες για διακρίσεις και επιλεκτική εφαρμογή των κανόνων, γεγονός που δημιουργεί αίσθημα αδικίας στους πολίτες. Η πολιτική εκμετάλλευση της διαδικασίας, με την επίσπευση ή την καθυστέρηση νομιμοποιήσεων ανάλογα με εκλογικούς υπολογισμούς, εντείνει τη δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς.
Για να επιλυθεί το πρόβλημα, απαιτείται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που θα διασφαλίζει διαφάνεια, ταχύτητα και κοινωνική δικαιοσύνη. Η ενίσχυση των θεσμών, η απλοποίηση των διαδικασιών και η δίκαιη μεταχείριση όλων των πολιτών είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να κλείσει οριστικά αυτή η εκκρεμότητα.
Σχόλια