Ολιστική προσέγγιση Ελλάδας - Τουρκίας για... συγκυριαρχία σε Αιγαίο - Κύπρο

Ολιστική προσέγγιση Ελλάδας - Τουρκίας για... συγκυριαρχία σε Αιγαίο - Κύπρο

Το ότι το πνεύμα... γενναιοδωρίας και προθυμίας για εκχώρηση εθνικών κεκτημένων δεν είναι επιπολαιότητα ή παρορμητισμός της στιγμής κάποιων δημοσίων προσώπων, αλλά πολιτική θέση εκπεφρασμένη διακομματικά και διακυβερνητικά, το διαπιστώσαμε από οκταετίας.

Το διαπιστώσαμε όταν ακούσαμε για πρώτη φορά κυβερνητικό στέλεχος (τον υφυπουργό Παιδείας της κυβέρνησης Τσίπρα [ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ] Κώστα Ζουράρι) να λέει ανερυθρίαστα - στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου για τις αλλαγές στην Εκπαίδευση και παρόντος του υπουργού Κώστα Γαβρόγλου (Δεκέμβριος 2016) - ότι «Και να χάσουμε μερικά νησιά (ενν. από την Τουρκία) δεν πειράζει»...

Έκτοτε και μέχρι σήμερα έχουμε την εντύπωση ότι διαγκωνίζονται κοινοβουλευτικοί και μη εκπρόσωποι, σύμβουλοι πρωθυπουργών και ειδικοί φορείς επί της Εξωτερικής πολιτικής μας (βλ. ΕΛΙΑΜΕΠ), για το ποιος θα είναι πιο υποχωρητικός και υπάκουος στο πνεύμα κατευνασμού έναντι της βουλιμικής και διεκδικητικής Τουρκίας.

Πνεύμα διάθεσης για εγκατάλειψη εθνικών κεκτημένων ή διεκδικούμενων δικαιωματικά (βλ. ΕΧΥ στα 12 νμ) τα οποία ετοιμαζόμαστε να απεμπολήσουμε με αυτοπεριορισμό (σε 8-9 μίλια) ενόψει διαπραγμάτευσής μας με την Τουρκία, με βάση τουλάχιστον αυτά που είπε πρόσφατα σε συνέντευξή της στην ΕΡΤ η γενική διευθύντρια του ΕΛΙΑΜΕΠ Μαρία Γαβουνέλη.

Αυτοπεριορισμό ο οποίος τροχοδρομεί ήδη, ως φαίνεται, στις ράγες της «Γαλάζιας Πατρίδας», των «ήρεμων νερών» στο Αιγαίο και της... «ολιστικής προσέγγισης» Ελλάδας-Τουρκίας, στην οποία αναφέρθηκε προ ημερών ο Ταγίπ Ερντογάν σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους κατά την πτήση της επιστροφής του από το Βελιγράδι στην Τουρκία.

Η «ολιστική προσέγγιση» του Τούρκου Προέδρου είναι, ουσιαστικά, μια στρατηγική περιεκτικής διαπραγμάτευσης, προσαρμοσμένης στα συμφέροντα της Τουρκίας, που δίνει όμως χώρο και στο ψυχολογικό/συναισθηματικό κομμάτι των σχέσεών της με την Ελλάδα, για «καλύτερη κατανόηση των διαφορών» τους, ώστε κάποια στιγμή να επιλυθούν αυτές.

«Η Τουρκία και η Ελλάδα είναι δύο γειτονικές χώρες με ιστορικούς δεσμούς. Η αρχή της καλής γειτονίας είναι το κλειδί για μια συνταγή με την οποία θα βγουν κερδισμένες και οι δύο χώρες. Θα μπορούν να επιδείξουν βούληση για λύση και να αφήσουν πίσω τους τα προβλήματα», είπε μεταξύ άλλων ο Ερντογάν και με το «κλειδί» αυτό της «ολιστικής προσέγγισης» Ελλάδας-Τουρκίας στο χέρι στέλνει σαν... «αγγελιοφόρο ειρήνης» στην Αθήνα τον ΥΠΕΞ του Χακάν Φιντάν για συνομιλίες με τον Έλληνα ομόλογό του Γιώργο Γεραπετρίτη (8/11/'24).

Συνομιλίες προς διασφάλιση πρώτιστα της ηρεμίας στις σχέσεις των δύο χωρών. «Η ηρεμία αυτή τη στιγμή στο Αιγαίο είναι πολύ πολύτιμη», εκτιμά ο Φιντάν λίγες μέρες πριν την επίσκεψή του στη χώρα μας και βάζει στο τραπέζι των συζητήσεων την ασφάλεια, τη σταθερότητα και την μείωση των κινδύνων σύγκρουσης με την Ελλάδα, για να καταλήξει στη βαρύγδουπη δήλωση που ακούγεται υποκριτική στα αυτιά μας:

«Επιδιώκουμε τη δικαιοσύνη. Δεν επιβουλευόμαστε τα εδάφη κανενός και είμαστε πλήρως αποφασισμένοι να προστατεύσουμε τα δικαιώματά μας μέχρι τέλους"...

Ωστόσο η πραγματικότητα άλλα δείχνει, καθώς τα συμφέροντα της πατρίδας του απειλούν την εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της δικιάς μας πατρίδας. Έπειτα, με ευχολόγια δεν επιτυγχάνεται η δικαιοσύνη και η καλή γειτονία μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας.

Όπως απέδειξαν μάλιστα οι διακρατικές επαφές μας σε δεκάδες κύκλους συνομιλιών με πλαίσιο πολιτικό και στρατιωτικό (πλαίσιο Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, ΜΟΕ) και μυστικές διαβουλεύσεις με διπλωματικό μεσάζοντα τη Γερμανία (βλ, μυστική τριμερής Βερολίνου, 2020, και Βρυξελλών, 2022), η Τουρκία άλλα λέει, άλλα υπογράφει και άλλα πράττει επί του πεδίου στα επίμαχα θέματα των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Έτσι οι συζητήσεις για πολιτικές εξισορρόπησης αυτών δια της κατευναστικής τακτικής καταλήγουν να είναι ακαδημαϊκές, γιατί στην πράξη εξυπηρετούνται μονόπλευρα από την Ελλάδα. Υπάρχει ανακολουθία, δηλαδή, των συμφωνιών που υπογράφουμε στο τραπέζι του διαλόγου με την Τουρκία (βλ. Διακήρυξη Αθηνών), με τα όσα πράττει αυτή παράνομα - και σε βάση αναθεωρητική - επί του πεδίου των διεκδικήσεων, με όπλο το casus belli και όραμα τη «Γαλάζια Πατρίδα».

Συνέπεια της εν λόγω συμπεριφοράς της είναι η ύπαρξη ανακολουθίας και στον δικό μας πολιτικό λόγο, ο οποίος - στον άξονα της εξωτερικής πολιτικής - κινείται πότε με ευχολόγια και πότε με παρατεταμένη σιωπή, αποφεύγοντας να πει (στο ζήτημα των σχέσεών μας με την Τουρκία) τα πράγματα με το όνομά τους.

Ότι η κατευναστική πολιτική μας, δηλαδή, λειτουργεί σε βάρος μας, γιατί ευνουχίζει σταδιακά το πνεύμα αποτροπής κάνοντας προβληματικές τις «κόκκινες» γραμμές Άμυνας απέναντι στις υπονομευτικές για τα συμφέροντα του Ελληνισμού πρακτικές της Τουρκίας σε Ελλάδα και Κύπρο.

Κι αυτό, στη δεύτερη περίπτωση, κρατάει 50 ολόκληρα χρόνια. Χρόνια που διαιωνίζεται το πρόβλημα ασφάλειας της Κύπρου χωρίς να διαφαίνεται φως στο τούνελ για αποκωδικοποίηση του Κυπριακού με στόχο την επίλυσή του.

Επίλυση την οποία αναζητά, υποτίθεται, και η Τουρκία (βλ. πρόταση διχοτόμησης του νησιού) έχοντας πετύχει προηγουμένως να σβήσει απ' το μέτωπό της (δια της προπαγάνδας και της εργαλειοποίησης της Ελλάδας) την ετικέτα της χώρας που βαρύνεται με παράνομη εισβολή στην Κύπρο (1974), εθνοκάθαρση σε βάρος των Ελληνοκυπρίων, παραμονή στρατού κατοχής μισό αιώνα τώρα και εφαρμογή εποικιστικής πολιτικής στα Κατεχόμενα βόρεια του νησιού, όπου «φυτρώνουν» περιοδικά τουρκικές επιχειρησιακές βάσεις...

Η Ελλάδα, εντωμεταξύ, εξακολουθεί να τηρεί σιγή ιχθύος γι' αυτά και με άξονα τον... μινιμαλισμό στην εξωτερική πολιτική της - υπό την έννοια του αυτοπεριορισμού των κυριαρχικών δικαιωμάτων της και της αποστασιοποίησης από κάθε πηγή που θα μπορούσε να διαταράξει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τα «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο - επιτρέπει, δια της αμήχανης στάσης της, την κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας στην Κύπρο.

Κλιμάκωση που τροχοδρομεί στις ράγες της στρατηγικής «εξαναγκαστικής διπλωματίας», αποτέλεσμα της οποίας είναι η επιβολή... εκβιαστικής ειρήνης με βάση την πολιτική του κατευνασμού, έστω κι αν αυτή αποδεικνύεται (απ' το 1996 έως σήμερα) επιεικώς ανεπαρκής και εθνικά ασύμφορη.

Πολιτική που χωνεύει αμάσητες τις τουρκικές παραβιάσεις στο Αιγαίο και την Κυπριακή Αποκλειστική Ζώνη (ΑΟΖ), τη χρήση διπλωματίας των πλωτών γεωτρυπάνων και την πολιτική ανταποδοτικών NAVTEX στο Αρχιπέλαγος (σαν μέτρα πίεσης για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών μας), όπως και τουρκικών αντιμέτρων απέναντι στους ελληνικούς σχεδιασμούς για την οριοθέτηση και δημιουργία θαλάσσιων πάρκων.

Όλα αυτά δείχνουν, ασφαλώς, ότι τα περί «ολιστικής προσέγγισης» στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας που επινόησε ο Ερντογάν είναι λόγια του αέρα. Δείγμα καλής θέλησης εκ μέρους του σε θεωρητικό επίπεδο, προκειμένου να μας αποκοιμίσει κάνοντας πράξη τον στόχο του για συγκυριαρχία-συνδιαχείριση στο Αιγαίο και την Κύπρο με βάση την αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας η οποία μετουσιώνεται στο στρατηγικό δόγμα της Άγκυρας περί «Γαλάζιας Πατρίδας».

Υπό το πρίσμα αυτό, η προοπτική για ισορροπία και σταθερότητα στις σχέσεις των δύο γειτόνων δεν έχει μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Απλά καταγράφονται περιοδικά πολιτικές δυναμικές και πολιτικοστρατιωτικές συμπεριφορές παρακινημένες συνήθως από ξένους (ΗΠΑ-Γερμανία), που αναπτύσσονται με στόχο την μακροημέρευση της ειρήνης χωρίς την προϋπόθεση επίλυσης του Κυπριακού.

Με την ημικατεχόμενη όμως Κύπρο αφημένη στην τύχη της και τις ορέξεις επεκτατισμού των Τούρκων κατακτητών της να πολλαπλασιάζονται, ο Ελληνισμός σε Ελλάδα και Κύπρο δεν θα ορθοποδήσει, αλλά θα φθίνει περιζωμένος απ' το μουσουλμανικό τόξο, με τα «θηρία» ένα γύρο να χάσκουν με ορθάνοιχτο στόμα έτοιμα να τον φάνε έχοντας εφαλτήριο εθνικά ζημιογόνες για Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριους λύσεις.

Λύσεις άδικες - πέρα απ' την καταστροφική της τουρκικής πρότασης για διχοτόμηση -, που θα φέρουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων συγκαλυμμένο με φερετζέ νέου τύπου «Σχέδιο Ανάν», πανομοιότυπο με το αλήστου μνήμης εκείνο του 2004 (βάσει της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας του ψηφίσματος 649/90), το οποίο είχαν απορρίψει ο αείμνηστος Πρόεδρος της Κύπρου Τάσσος Παπαδόπουλος και ο κυπριακός λαός με δημοψήφισμα, γιατί «προέβλεπε την αντικατάσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας από ένα μόρφωμα με όνομα «Κύπρος».

Αν περάσει κάτι τέτοιο, τελικά (επικράτηση της ΔΔΟ σαν λύση στο Κυπριακό, όπως πρότεινε ο ΟΗΕ και δέχθηκαν ΗΠΑ-Αγγλία-Ελλάδα και Κύπρος), θα δοθεί το σήμα για διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς την απομάκρυνση του τουρκικού στρατού κατοχής απ' το βόρειο τμήμα της Κύπρου. Πράγμα διευκολυντικό για την ενσωμάτωση και «στρατιωτικής ισότητας» (όπως ζητάνε οι Τούρκοι) πλάι στην «πολιτική», μέχρι να επέλθει η πλήρης τουρκοποίηση και του ελεύθερου τμήματος της Κύπρου...

Κρινιώ Καλογερίδου

Σχετικά άρθρα


Σχόλια