Ο Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου, η αναγνωρισμένη από διεθνείς οργανισμούς και διμερείς Συμφωνίες ως εθνική ελληνική μειονότητα , η οποία ζει στην Αλβανία, αποτέλεσε το κεντρικό ζήτημα γύρω από το οποίο περιστράφηκαν οι ελληνο-αλβανικές σχέσεις. Η μονομερής δήλωση της Αλβανίας του 1921 αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της νομικής αναγνώρισης της ελληνικής μειονότητας και της απόδοσης δικαιωμάτων σε αυτήν, για να μην πάμε πιο πίσω στη περίοδο δημιουργίας του Αλβανικού κράτους και στα Πρωτόκολλα Κέρκυρας και Φλωρεντίας. Το καθεστώς προστασίας αφορά τη θρησκευτική ελευθερία και τα γλωσσικά δικαιώματα, κατοχυρώνοντας παράλληλα την αρχή της μη διάκρισης και της ισότητας απέναντι στο νόμο. Η Διακήρυξη έγινε δεκτή από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών, προδρόμου του ΟΗΕ, την ίδια ημέρα της κατάθεσής της και τέθηκε ρητά υπό την εγγύηση των αρμόδιων οργάνων της.
του Θεοφάνη Μαλκίδη*
Δυστυχώς όμως στη συνέχεα τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας επί καθεστώτος Χότζα δεν απέκτησαν ουσιαστική σημασία, αλλά μόνο τυπική, παρότι το Σύνταγμα του 1946 ανέφερε ότι οι εθνικές μειονότητες απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματα σχετικά με την προστασία της πολιτισμικής τους ανάπτυξης και της ελεύθερης χρήσης της γλώσσας τους (άρθρο 39), ενώ το Σύνταγμα του 1977 έδινε εγγυήσεις στις εθνικές μειονότητες για την προστασία και την ανάπτυξη του πολιτισμού και των λαϊκών τους παραδόσεων, τη χρήση της μητρικής τους γλώσσας και τη διδασκαλία της στο σχολείο, καθώς και την ισότητα στην ανάπτυξη σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής (άρθρο 42).
Ωστόσο παρότι τα δύο Συντάγματα αναφέρονταν στην ισότητα των πολιτών ανεξαρτήτως εθνικότητας, φυλής ή θρησκείας καθώς και στα δικαιώματα των μειονοτήτων, δεν προσδιόριζαν συγκεκριμένες ομάδες, ενώ το Σύνταγμα του 1946 μεταβίβασε τη διαχείριση όλων των σχολείων στο κράτος, αφαιρώντας το δικαίωμα που είχαν προπολεμικά οι ελληνικές κοινότητες. Η μειονοτική εκπαίδευση αφού πέρασε στον άμεσο έλεγχο του κράτους, υποβαθμίστηκε και καταργήθηκε. Το καθεστώς Χότζα δημιούργησε τις «μειονοτικές ζώνες» στις οποίες υπήχθησαν 99 οικισμοί των οποίων μητρική γλώσσα ήταν η Ελληνική και εξαιρέθηκαν αυθαίρετα τα ελληνόφωνα χωριά της Χιμάρας, η Άρτα της Αυλώνας, όπως και περιοχές με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς (Αργυρόκαστρο, Πρεμετή, κ.ά.).
Η σταδιακή αφομοίωση των Ελλήνων που κατοικούσαν εκτός ζώνης, η φυγή πολλών μελών της μειονότητας προς την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μείωσαν τον αριθμό των Ελλήνων. Στη συνέχεια το καθεστώς ακολούθησε μία συστηματική και συνεχή διάβρωση της ελληνικής μειονότητας. Προχώρησε σε αναγκαστική μετακίνηση, εξορία και φυλάκιση Ελλήνων που χαρακτηρίστηκαν αντιφρονούντες προς το καθεστώς, και παράλληλη εγκατάσταση Αλβανών στις μειονοτικές περιοχές, ενώ δημιούργησε συνθήκες αποκοπής από την ελληνική πολιτιστική παράδοση. Η εξορία των Ελλήνων συνδυαζόταν και με την εξορία ολόκληρης της οικογένειας ή την περιθωριοποίησή της στους χώρους διαβίωσής της.
Ακόμη, δημιουργήθηκαν νέοι οικισμοί με κατοίκους Αλβανούς μουσουλμανικού θρησκεύματος εντός των αμιγών μειονοτικών περιοχών και επιβλήθηκε το καθεστώς της επιτηρούμενης ζώνης στις μειονοτικές περιοχές, της απαγόρευσης της κυκλοφορίας και των κατασταλτικών μέτρων (π.χ. ηλεκτροφόρα σύρματα στα σύνορα με την Ελλάδα, κ.ά.). Μετά το 1991 και τις καθεστωτικές αλλαγές, ο αριθμός των μελών της ελληνικής μειονότητας μειώθηκε ακόμη περισσότερο, αφού ένα μεγάλος μέρος έφυγε στην Ελλάδα. Το 1996 και αφού έχουν προηγηθεί νέες διώξεις του Ελληνισμού με κορύφωση τη φυλάκιση στελεχών της πολιτικής οργάνωσης της μειονότητας «Ομόνοια», υπογράφεται το Ελληνοαλβανικό Σύμφωνο Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφάλειας, όπου γίνεται ειδική μνεία στην Ελληνική Εθνική Μειονότητα: «Η Ελληνική Εθνική Μειονότητα στην Αλβανία συνέβαλε και εξακολουθεί να συμβάλλει σημαντικά στη ζωή της κοινωνίας της Αλβανίας και αποτελεί παράγοντα για την ανάπτυξη της φιλίας μεταξύ των δύο χωρών». Επιπλέον τόσο η ΕΕ, όσο και ο ΟΑΣΕ, αλλά και χώρες (ΗΠΑ) παρότι έχουν προβάλλει την καταπίεση της ελληνικής μειονότητας, ζητώντας από την Αλβανία να πράξει τα αυτονόητα, τα προβλήματα παραμένουν στο επίπεδο της εκπαίδευσης, στην απόδοση των περιουσιών, στη θρησκευτική ελευθερία, στις διακρίσεις στη δημόσια ζωή, στη μη αναγραφή στα έντυπα της απογραφής της εθνικότητας, των πλαστών τίτλων κυριότητας και των καταπατήσεων που λεηλατούν ελληνικές περιουσίες ( Χιμάρα), στην πολιτική εκπροσώπηση και ελεύθερη συμμετοχή στα κοινά και μεταξύ των πολλών άλλων, τις ανεξιχνίαστες πράξεις αφαίρεσης της ζωής των Αριστοτέλη Γκούμα στη Χιμάρα και του Κωνσταντίνου Κατσίφα στους Βουλιαράτες.
Σήμερα, η φυλάκιση του νεοεκλεγέντα Δημάρχου Χιμάρας Φρέντη Μπελέρη και του αντιπροέδρου της Ένωσης Χιμαριωτών Παντελή Κοκαβέση, ο οποίος λόγω πρόσφατης μεταμόσχευσης χρήζει άμεσης παρακολούθησης της υγείας του, επαναφέρει σκοτεινές εποχές στο Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό και προκαλεί τριβές στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, αφού τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας παραβιάζονται προκλητικά.
Σήμερα προβάλλει επιτακτικά να απαιτηθεί το αυτονόητο: Να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα και τα αιτήματα της ελληνικής μειονότητας που απηχούν τις βασικές υποχρεώσεις της Αλβανίας, όπως:
Και ως μείζον που πρέπει να γίνει άμεσα, να απελευθερωθούν οι Μπελέρης και Κοκαβέσης, για τους οποίους δεν υπάρχει κανένα επιβαρυντικό στοιχείο σε επίπεδο ποινικού δικαίου, άρα θεωρούνται πολιτικοί κρατούμενοι και κρατούνται παράνομα.
Η ύπαρξη της εθνικής ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία είναι σημαντική για ολόκληρο τον Ελληνισμό και την Ευρωπαϊκή ήπειρο και τους θεσμούς της, είναι σημαντική για ολόκληρο τον πλανήτη. Η ελληνική μειονότητα θα πρέπει να αναπτυχθεί ελεύθερα, με σεβασμό στη διαφορετικότητά της και τις ιδιαιτερότητές της, την πλούσια ιστορία της, τον πολιτισμό της και τις παραδόσεις της, ώστε να αποτελέσει γέφυρα πραγματικής συνεργασίας, φιλίας και ανάπτυξης του ελληνικού και αλβανικού λαού και να συμβάλλει με τον καλύτερο τρόπο στον στόχο που έχει θέσει η Αλβανία για ένταξη στην Ε.Ε, η οποία έχει ζητήσει την εφαρμογή των μπδσυμφωνιών για την εθνική ελληνική μειονότητα.
Η απελευθέρωση των Μπελέρη- Κοκαβέση πρέπει είναι η απόδειξη για να αποδειχθεί ότι η Αλβανία μπορεί και θέλει να συμβαδίσει με το δημοκρατικό κόσμο, με το διεθνές δίκαιο, με το σεβασμό της ανθρώπινης ζωής, με την απόδοση των δικαιωμάτων της εθνικής ελληνικής μειονότητας.
*Ο Θεοφάνης Μαλκίδης είναι διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου, συγγραφέας του βιβλίου «Η Εθνική Ελληνική Μειονότητα στην Αλβανία» (στην ελληνική, αγγλική και αλβανική γλώσσα). Νέα Υόρκη 2020.
Σχόλια