Δυτικά Βαλκάνια: Η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης

Δυτικά Βαλκάνια: Η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης

Είναι γεγονός ότι διαβάζοντας κάποιος/α κείμενα διπλωματικής ιστορίας για τα Βαλκάνια μία από τις συνηθέστερες φράσεις που θα αναγνώσει, τα προσδιορίζει ως πεδίο ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων και πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης. Δίχως η συγκεκριμένη αναφορά να απέχει από την ιστορική πραγματικότητα σίγουρα έχει δημιουργήσει μια αρνητική εικόνα για την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης αναπαράγοντας αντίστοιχα στερεότυπα. Πρόσφατα αναφερόμενος για Δυτικά Βαλκάνια, ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) Ζοζέπ Μπορέλ υποστήριξε ότι: Πρέπει να βοηθήσουμε να αποφευχθούν τυχόν νέες συγκρούσεις στην Ευρώπη.

Αναντίρρητα, το τέλος του Ψυχρού Πόλεμου δημιούργησε μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα και για τη Χερσόνησο του Αίμου. Τα διοικητικά όρια που είχε καθορίσει το μεταπολεμικό κουμμουνιστικό καθεστώς της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας δεν ανταποκρίνονταν πλήρως στις εθνικές πραγματικότητες. Γεγονός το οποίο όπως αποδείχθηκε με τον πλέον δραματικό τρόπο πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, εξελίχθηκε σε ακανθώδες ζήτημα και εν τέλει προκάλεσε εσωτερικές έριδες όσον αφορά το διάδοχο κράτος που θα άνηκαν οι διάφορες εθνοτικές ομάδες.

Όταν τον Ιανουάριο του 1992 επήλθε ο πολιτικός κατακερματισμός του γιουγκοσλαβικού κράτους, αναζωπυρώθηκαν παλαιά πάθη και μίση προκαλώντας διακρατικές και εμφύλιες συγκρούσεις και ακολούθως τη διπλή δυτική επέμβαση το 1995 στη Βοσνία και 1999 στο Κόσσοβο.

Κατά την πρώτη μεταψυχροπολεμική δεκαετία η ΕΕ δρομολόγησε τη Διαδικασία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, η οποία καθόριζε τις σχέσεις μεταξύ της Κοινότητας και των χωρών της περιοχής, υιοθετώντας για τη εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου σκοπού το Σύμφωνο Σταθερότητας για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και συνιστώντας το θεσμικό πλαίσιο της πολιτικής διεύρυνσης της ΕΕ προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Σταδιακά, η Σλοβενία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Κροατία έγιναν μέλη της ΕΕ, κατάσταση που συνέβαλε στην επιτυχή -περισσότερο ή λιγότερο- πολιτική και οικονομική μετάβαση των συγκεκριμένων βαλκανικών χωρών.

Υπό την ίδια συλλογιστική η ΕΕ έχει ως σκοπό να προωθήσει την ειρήνη, τη σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων, ώστε να καταστήσει δυνατή η προοπτική ένταξής τους στους κόλπους της. Υιοθέτησε λοιπόν τη Διαδικασία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, η οποία αποτελεί το στρατηγικό πλαίσιο που στηρίζει τη βαθμιαία προσέγγιση αυτών των κρατών με την EE, λαμβάνοντας οι διμερείς συμβατικές τους σχέσεις τη μορφή Συμφωνιών Σταθεροποίησης και Σύνδεσης.

Οι εν λόγω συμβατικές σχέσεις ΕΕ και συμβαλλόμενου κράτους αφορούν τους τομείς της χρηματοδοτικής βοήθειας, του πολιτικού διαλόγου, των εμπορικών σχέσεων και της περιφερειακής συνεργασίας. Το Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, το οποίο συνέρχεται ετησίως σε υπουργικό επίπεδο, εποπτεύει την υλοποίηση και εφαρμογή της συμφωνίας, ενώ τον Απρίλιο του 2016 η υπογραφή αντίστοιχου Συμφώνου με το Κόσοβο σήμαινε ότι όλες οι υποψήφιες και δυνάμει υποψήφιες για ένταξη χώρες των Δυτικών Βαλκανίων έχουν εν ισχύι συμφωνία με την ΕΕ. Τα προς ένταξη κράτη πρέπει να πληρούν τα πολιτικά κριτήρια της Κοπεγχάγης, ενώ κάθε υποψήφια χώρα πρέπει να ενσωματώσει στο εσωτερικό δίκαιο τη νομοθεσία της ΕΕ.

Ακολούθως, η Επιτροπή αναφέρει την πρόοδο κάθε χώρας προς την κατεύθυνση αυτήν με τις ετήσιες εκθέσεις. Τέλος, η απόφαση ένταξης ενός κράτους λαμβάνεται από το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφαση. Από τα επτά κράτη των Δυτικών Βαλκανίων μόνο η Κροατία έχει γίνει μέλος της ΕΕ το 2013, ενώ το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας και η Αλβανία έχουν επίσημο καθεστώς υποψήφιων χωρών. Τις ενταξιακές τους διαπραγματεύσεις έχουν ξεκινήσει το Μαυροβούνιο και τη Σερβία, ενώ η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Κόσοβο συνιστούν δυνάμει υποψήφιες για ένταξη χώρες.

Είναι γεγονός ότι οι προαναφερθείσες διαδικασίες όλων ανεξάρτητων των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων παρουσιάσουν δυσκολίες οι οποίες σχετίζονται με την εκπλήρωση των κριτηρίων ένταξης. Εν κατακλείδι, παρατηρείται μια εγγενής δυστοκία των συγκεκριμένων κρατών, σε διαφορετική ένταση και βαθμό, να εκκινήσουν, να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν τις διαδικασίες που θα επιτρέψουν την ένταξή τους στην ΕΕ.

Δυστυχώς τα κράτη των Βαλκανίων στα οποία έλαβαν χώρα συγκρούσεις την πρώτη μεταψυχροπολεμική δεκαετία και υπήρξε παρέμβαση της διεθνούς κοινότητας -του δυτικού παράγοντα- παραμένουν εγγενώς ασταθή. Στη Βοσνία–Ερζεγοβίνη, τις τρεις οι δεκαετίες περίπου που μεσολάβησαν από την υπογράφη της Συμφωνίας του Ντέιτον -21η Νοεμβρίου 1995- το πολιτειακό υβρίδιο των δύο οντοτήτων που εγκαθίδρυσε -Σερβική Δημοκρατίας και Κροατο-Μουσουλμανική Ομοσπονδία- εξακολουθεί να έχει σημαντικά ζητήματα συνοχής και εσωτερικής νομιμοποίησης.

Τρεις δεκαετίες μετά την έναρξη της σύγκρουσης στην Βοσνία–Ερζεγοβίνη, η πολιτική της βιωσιμότητα είναι αβέβαιη και άμεσα εξαρτώμενη από την παρουσία και συνδρομή του διεθνούς -ευρωπαϊκού εν προκειμένω- παράγοντα. Στις 23-24 Ιουνίου 2022, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε όλους τους πολιτικούς ηγέτες της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης να υλοποιήσουν άμεσα τις δεσμεύσεις που ορίζονται στη συμφωνία της 12ης Ιουνίου 2022, καθώς και να οριστικοποιήσουν τη συνταγματική και εκλογική μεταρρύθμιση, ώστε να προχωρήσει η ενταξιακής της πορεία.

Το Κόσσοβο αποτελεί διαφορετική μεν περίπτωση από τη Βοσνία, αλλά συνιστά επίσης προϊόν δυτικής επέμβασης που πραγματοποιήθηκε το 1999. Η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του το 2008, έτυχε σταδιακής αποδοχής από τα κράτη της διεθνούς κοινότητας, όμως σημαντικές χώρες των Βαλκανίων, όπως η Ελλάδα, η Ρουμανία και φυσικά η Σερβία, εξακολουθούν να μην έχουν αναγνωρίσει το Κόσσοβο ως ανεξάρτητο κράτος. Στις αρχές Νοεμβρίου του 2022 οι εκπρόσωποι των Σέρβων στο Κόσοβο αποφάσισαν να αποχωρήσουν απ’ όλα τα θεσμικά όργανα ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την πολιτική που ασκεί η Πρίστινα, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο τη συνοχή του κράτους και αναγάγει σε πιθανή μια νέα επέμβαση της Σερβίας.

Παρά την άμεση αναγνώριση και την συνεχή αρωγή της Δύσης και ιδιαίτερα της ΕΕ, το Κόσοβο εξακολουθεί να μην συνιστά μία οριστικά διευθετημένη σύγκρουση, στο βαθμό που η Σερβία όχι μόνο δεν φαίνεται διατεθειμένη να το αναγνωρίσει, αλλά μάλλον καιροφυλακτεί για μία νέα επέμβαση. Παρά την δομική αδυναμία του Κοσόβου να καλύψει τις προϋποθέσεις της ΕΕ δεν έχουν εκλείψει και οι αλβανικές αξιώσεις σχετικά με την ενσωμάτωσή του, κατάσταση που προφανώς θα προκαλέσει σερβική αλλά και ευρωπαϊκή αντίδραση.

Η είσοδος της Βορείου Μακεδονίας στην Ατλαντική Συμμαχία συνέβαλε στη σταθερότητα του εγγενώς ασταθούς κράτους. Παρά ταύτα, οι σχέσεις Αλβανίας και Β. Μακεδονίας εξακολουθούν να προσδιορίζονται ως προβληματικές και εν πολλοίς καθοριζόμενες από τις σχέσεις μεταξύ των δύο εθνοτήτων που συναποτελούν το κράτος. Το 2001, η Συμφωνία της Οχρίδας κατόρθωσε να αποτρέψει την κατάρρευση της χώρας, ενώ η -αλυσιτελής για την Ελλάδα- Συμφωνία των Πρεσπών 2018 αποσκοπούσε στην ενίσχυση της συνοχής του. Την 19η Ιουλίου 2022 ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις προσχώρησης της Βόρειας Μακεδονία στην ΕΕ.

Έως σήμερα η Κροατία συνιστά το μόνο από τα κράτη των Βαλκανίων που συμμετείχε σε συγκρούσεις μεταψυχροπολεμικά και έχει ενταχθεί στην ΕΕ. Αναμφίβολα η ενσωμάτωση των Βαλκανίων στους δυτικούς θεσμούς σταθεροποίησε τα κράτη και ακολούθως την περιφερειακή σταθερότητα. Η ευρωπαϊκή προοπτική τους θα βοηθήσει την θεσμική τους ολοκλήρωση, την ευημερία τους και θα περιορίσει περαιτέρω το συγκρουσιακό στοιχείο που διέπουν τις σχέσεις τους.

Αναμφίβολα, ο Πόλεμος στην Ουκρανία επηρεάζει και την προοπτική ένταξης των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ, προδίδοντας στη διαδικασία χαρακτηριστικά επείγουσας γεωπολιτικής αναγκαιότητας. Στο βαθμό που η ένταξη τους στην ΕΕ δεν αποτελεί μια ανέφελη και απρόσκοπτη περίπτωση, ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος και η απόφαση για την αντιμετώπιση-περιορισμό του ρωσικού παράγοντα φαίνεται ότι διαφοροποιεί το πλαίσιο υλοποίησης της διεύρυνσης με τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων.

Προέκυψε λοιπόν μία διελκυστίνδα μεταξύ γεωπολιτικής αναγκαιότητας επιτάχυνσης της ένταξης τους και πολιτικής, θεσμικής και μεταρρυθμιστικής υστέρησης των συγκεκριμένων κρατών, κατάσταση που αποτρέπει την ταχεία ένταξή τους. Μία απόφασή για άμεση ένταξη, ενώ δεν πληρούν τα προσδιορισμένα κριτήρια, θα συμβάλει στην περιφερειακή σταθερότητα και τον φιλοδυτικό προσανατολισμό των κρατών, αλλά ταυτόχρονα θα μεταφέρει εντός της ΕΕ τα εκκρεμή διμερή ζητήματα και τη θεσμική τους υστέρηση.

Διαχρονικά η τάξη στο βαλκανικό χώρο ήταν αποτέλεσμα έξωθεν ηγεμονικών διευθετήσεων και επιβολών, εξαρτώμενη κατά συνέπεια από τις διακυμάνσεις των ευρυτέρων ηγεμονικών συσχετισμών. Εν πολλοίς η παρούσα τάξη στα Δυτικά Βαλκάνια είναι προϊόν παρεμβάσεων και δράσεων της Δύσης. Εξ ιδρύσεως η ΕΕ επαίρεται για τον καντιανό της χαρακτήρα, έχει όμως εμφανές έλλειμμα στις ως προς τις αναγκαιότητες της χομπσιανής εποχής που εισερχόμαστε.

Μπορεί λοιπόν η ΕΕ να δημιουργήσει συνθήκες μονιμότερης τάξης με την ενσωμάτωση των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων με μη-ηγεμονικό τρόπο; Για τη δημιουργία συνθηκών μη-ηγεμονικής τάξης στα Βαλκάνια, εκτός από τις κοινές αξίες, την εμπέδωση της δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς, είναι αναγκαία και η διατήρηση μιας σχετικής ισορροπίας ισχύος μεταξύ των βαλκανικών κρατών που θα κάνει πιο απρόσκοπτη την ενσωμάτωση τους στην ΕΕ και δυσκολότερη την επιρροή έξωθεν ηγεμονικών αξιώσεων, ρωσικών ή άλλων.

ΔΡ. ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΙΩΓΑΣ

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου