Πριν λίγες βδομάδες, ο Έντι Ράμα ανέδειξε το μεγάλο του χιουμοριστικό ταλέντο όταν αποκάλεσε τον πρωθυπουργό των Σκοπίων, «Πρωθυπουργό της Μελλοντικής Δυτικής Βουλγαρίας», καυτηριάζοντας την υποτίθεται επεμβατική στάση της ισχυρής και κακιάς Βουλγαρίας έναντι της φτωχής πλην τίμιας Βόρειας Μακεδονίας.
Προχθές σε μία ακόμη επίδειξη του ταλέντου του, σε φαινομενικά αυτοσαρκαστικό ύφος, ειρωνεύτηκε τους συμπατριώτες του Αλβανούς που θεωρούν ότι γεννήθηκαν αμέσως μετά τους πιθήκους για να προσθέσει ότι οι ακόμα πιο ακραίοι Έλληνες θεωρούν πως υπάρχουν πριν και από τους πιθήκους.
Στους περισσότερους συνομιλητές, τα αστειάκια του Ράμα φαίνονται ευχάριστα. Το πόσο πραγματικά άδολα είναι αυτά όμως, μπορεί να αναδειχθεί με μια αλβανική φράση η οποία στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί στο περίπου ως «γελώντας και πιέζοντας».
Ο Ράμα είναι πράγματι χαρισματικός ομιλητής. Άλλες φορές μοχλεύει τα αστεία του για να αναδείξει το μήνυμά του και άλλες το κάνει με εκφράσεις που πάνε κόντρα στην πολιτική ορθότητα, χρησιμοποιώντας γλώσσα που δεν περιμένει κανείς από πρωθυπουργό. Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις όμως, παρατηρεί κανείς ότι ο Ράμα πάει κόντρα στην πολιτική ορθότητα ανάλογα με το ακροατήριό του και παίζοντας εκ του ασφαλούς.
Στην πρώτη περίπτωση, γνωρίζοντας το ιστορικό της διένεξης μεταξύ της Ελλάδας και των Σκοπίων ήξερε ότι πατάει σε απόλυτα ασφαλές έδαφος για τον αστεϊσμό του. Στην δεύτερη περίπτωση, αφού διασφάλισε την αποδοχή των ακροατών κομίζοντας γλάυκα εις Αθήνας με την αναφορά του στις έριδες που επικρατούν στα Βαλκάνια, εντέχνως ανέδειξε τον ελληνικό εθνικισμό ως τον πιο ισχυρό στην περιοχή.
Το μεγάλο κατόρθωμα του Ράμα τα 10 χρόνια που κυβερνά την Αλβανία είναι ότι έχει καταφέρει ενώ στο εσωτερικό καλλιεργεί συστηματικά τον εθνικισμό και τον αλυτρωτισμό, στις διεθνείς του συναναστροφές να εμφανίζεται ως ένας σύγχρονος, σοσιαλδημοκράτης πολιτικός με ευρωπαϊκό προφίλ, υπέρμαχος της συνεργασίας και της διαφορετικότητας.
Εντός της Αλβανίας, κατά την διακυβέρνηση του Ράμα έχουμε την ισχυροποίηση του τσάμικου κόμματος και την οικειοποίηση των αιτημάτων του από το σύνολο της αλβανικής κοινωνίας. Η Ελληνική Εθνική Μειονότητα έχει περιοριστεί όσο ποτέ άλλοτε μετά από ένα σύνολο ενεργειών του, που έχουν επιφέρει πλήγματα στην πολιτική αλλά και την φυσική της παρουσία. Η ιδέα της μεγάλης Αλβανίας έχει μετατραπεί σε πλαίσιο που διδάσκεται στα σχολεία και αποτελεί καθημερινό θέμα στα ΜΜΕ. Στα κεντρικά δελτία ειδήσεων, στις ενημερωτικές εκπομπές, στα έντυπα παρουσιάζονται καθημερινά αλυτρωτικά ζητήματα και αναδεικνύονται ψευδο-επιστήμονες που παρουσιάζουν την πανάρχαια ιστορία του αλβανικού έθνους η οποία εκλάπη από τους Έλληνες. Η ελληνική γλώσσα παρουσιάζεται ως προερχόμενη από τα αρχαία αλβανικά. Ο Όμηρος, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Πύρρος παρουσιάζονται ως Αλβανοί οι οποίοι είναι οι μόνοι απόγονοι των Πελασγών σύμφωνα με επιστήμονες οι οποίοι διατηρούν έδρες στα κρατικά πανεπιστήμια και σχέσεις με το πολιτικό σύστημα της χώρας. Οι φορείς αυτών των ιδεών δεν είναι οι αντίστοιχοι γραφικοί τηλεμαϊντανοί που έχουμε στην Ελλάδα αλλά αποτελούν την ελίτ της χώρας και χαίρουν καθολικού σεβασμού από πολίτες και πολιτικούς όλων των κομμάτων.
Παράλληλα με την ανάπτυξη του εθνικιστικού φρονήματος του αλβανικού λαού, ο Ράμα ακολουθεί μία πολιτική, που στερεί από τον λαό του κάθε προοπτική ανάπτυξης. Παρά το γεγονός ότι ως υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ χώρα, η Αλβανία έχει λάβει τα τελευταία χρόνια μεγάλη οικονομική βοήθεια για την ανανέωση των υποδομών της, οι δείκτες της μετανάστευσης διαρκώς αυξάνονται. Σύμφωνα με την Αλβανική Στατιστική Υπηρεσία (Instat), ο πληθυσμός της χώρας τον Ιανουάριο του 2022 ανέρχεται σε 2,794 εκατομμύρια, με σχεδόν 310.000 άτομα να έχουν μεταναστεύσει από την Αλβανία από το 2013 μέχρι το 2021. Η δικαιοσύνη, η λειτουργία του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης βρίσκεται σε επίπεδα που κάνουν την χώρα εχθρική προς τους κατοίκους της. Η δημοκρατία δεν λειτουργεί, σε σημείο που το κόμμα του Ράμα διοικεί σήμερα τους 61 από τους 62 δήμους της χώρας, ενώ πριν τις πρόσφατες εκλογές το κοινοβούλιο λειτουργούσε χωρίς να υπάρχουν βουλευτές της αντιπολίτευσης.
Από την άλλη, ο Ράμα έχει απλώσει ένα δίχτυ ασφαλείας γύρω από ένα σύστημα εκλεκτών του, αντίστοιχο με το σύστημα των λεγόμενων ολιγαρχών του Πούτιν οι οποίοι εκμεταλλεύονται κάθε πιθανή πηγή εσόδων στην χώρα και δεν αφήνουν σε όσους δεν ανήκουν στο σύστημα παρά μόνο όσες οι ήδη δεν επιλέγουν να εκμεταλλευτούν. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το διεφθαρμένο αυτό σύστημα, είναι η απόδοση στον σύζυγο της Υπουργού Εξωτερικών, μιας τεράστιας παραθαλάσσιας έκτασης που ανήκει σε μικροϊδιοκτήτες ως αντικείμενο στρατηγικής επένδυσης χωρίς ουσιαστικά να αποζημιωθούν οι τελευταίοι. Η Υπουργός αποτελεί από τους πιο στενούς συνεργάτες του Ράμα (έχει διατελέσει και Υπουργός Άμυνας). Εξελέγη βουλευτής το 2017 μετά από την απόσυρση του συζύγου της ο οποίος είχε τότε κατηγορηθεί για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Η διερεύνηση της υπόθεσης, σταμάτησε σκιωδώς μετά την απόσυρσή του από τις εκλογές.
Τέλος, ο Ράμα έχει επιδείξει πρωτόγνωρη εμμονή κατά της Ελληνικής Μειονότητας. Αφού κατάφερε να περιορίσει την πολιτική της ισχύ, έχει επιδοθεί σε έναν ανένδοτο αγώνα κατά του ελληνισμού της Χιμάρας. Ο ίδιος το 2014 από το κοινοβούλιο είχε δηλώσει «θα τελειώσω το ζήτημα της Χιμάρας μια για πάντα» και από τότε έχει φανεί συνεπής στην δέσμευσή του. Αρχικά προχώρησε στην ένωση του δήμου Χιμάρας με μουσουλμανικό αλβανικό δήμο, όπου το κόμμα του λαμβάνει παραδοσιακά άνω του 90% των ψήφων. Γίνεται έτσι ιδιαίτερα δύσκολη η εκλογή δημάρχου προερχόμενου από τον ελληνισμό της Χιμάρας και γενικότερα η εκπροσώπηση του ιστορικού δήμου Χιμάρας στην νεοσύστατη ενότητα. Τα πλήγματα συνεχίζονται μέσω της νομοθεσίας για τις στρατηγικές επενδύσεις που υποχρεώνουν σε απαλλοτρίωση γης χωρίς αντάλλαγμα, την τοποθέτηση δημάρχου ο οποίος ενεργεί ως υπάλληλος, κατεδαφίσεις ιδιοκτησιών και συνεχείς πιέσεις μέσω των κρατικών αρχών σε πολίτες και μικροεπιχειρηματίες (π.χ. επαναλαμβανόμενοι έλεγχοι και εκβιασμοί από φορολογικές και άλλες αρχές, γραφειοκρατικά εμπόδια κτλ)
Σχόλια