Επανεκλογή Ράμα - Προσδοκίες με ερωτηματικά από την ελληνική πλευρά

Επανεκλογή Ράμα - Προσδοκίες με ερωτηματικά από την ελληνική πλευρά

Με τη νίκη του στις εκλογές της 25ης Απριλίου, ο Έντι Ράμα αποκτά πλέον τη δική του ξεχωριστή θέση στην αλβανική ιστορία ως ο πρώτος πρωθυπουργός μετά την πτώση του κομμουνισμού που εξασφαλίζει μια τρίτη θητεία στην εξουσία της γειτονικής χώρας.

Του Γιώργου Σκαφιδά

Με καταμετρημένο σχεδόν το σύνολο των ψήφων, ο 56χρονος Ράμα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) «μετρούν» περίπου 49% και 74 έδρες, εξασφαλίζοντας έτσι αυτοδυναμία. Συγκριτικά, στις προηγούμενες εκλογές του 2017, η ίδια παράταξη είχε λάβει 48,34% και επίσης 74 έδρες. Κατά τα λοιπά, το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) του Λουζλίμ Μπάσα έρχεται δεύτερο μεν αλλά σημαντικά «ανεβασμένο», με περίπου 39,5% και 59 έδρες (από 28,85% και 43 έδρες που είχε εξασφαλίσει το 2017), ενώ στον αντίποδα καταστροφικά ήταν τα αποτελέσματα για το Σοσιαλιστικό Κίνημα για την Ένταξη (LSI) του προέδρου (ή, πιο σωστά, της συζύγου του προέδρου) της χώρας Ιλίρ Μέτα που ήρθε μεν τρίτο όπως αναμενόταν, λαμβάνοντας όμως κάτω από 7% και μόλις 4 έδρες (από 14,3% και 19 έδρες που είχε εξασφαλίσει το 2017).

Με την επανεκλογή του για μια τρίτη θητεία να μην έχει προηγούμενο στη μετακομμουνιστική Αλβανία και κάποιους από τους βασικούς πολιτικούς του αντιπάλους (βλέπε Ιλίρ Μέτα) να μετρούν σημαντικές απώλειες, ο Ράμα έχει κάθε λόγο να πανηγυρίζει. Η «ιστορική» επανεκλογή του συνοδεύεται, ωστόσο, και από σειρά πιεστικών ερωτημάτων αναφορικά με το άμεσο μέλλον της βαλκανικής χώρας, την οποία πολλοί διεθνώς συνδέουν με «πληγές» όπως είναι η κρατική διαφθορά, η μαφία και ο εθνικιστικός μεγαλοϊδεατισμός.

Για τον ίδιο τον Ράμα, έπειτα από δύο συναπτές τετραετίες στην εξουσία (2013-2017, 2017-2021), δεν έχει απομείνει πια περίοδος χάριτος. Αντιθέτως, το κλίμα είναι μάλλον πιεστικό και οι απαιτήσεις διόλου ευκαταφρόνητες, όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και από το εξωτερικό, με φόντο την ευρωπαϊκή προοπτική της βαλκανικής χώρας

Ερωτήματα

Ως προς τα ερωτήματα, τώρα, που συνοδεύουν τη νέα – κατά σειρά τρίτη – εκλογική νίκη του αλβανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, από ελληνική σκοπιά είναι κρίσιμο να στρέψει κανείς την προσοχή του σε κατά βάση τέσσερα μέτωπα:

  • Θα μπορέσει η αυτοδύναμη κυβέρνηση Ράμα να εξασφαλίσει ένα μίνιμουμ πολιτικής συναίνεσης στο εσωτερικό, αποκαθιστώντας παράλληλα και τη λειτουργικότητα των θεσμών-μηχανισμών;
  • Θα καταφέρει να καταπολεμήσει τη διαφθορά (με την οποία όμως έχει συνδέσει άμεσα το όνομα της);
  • Θα μπορέσει να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται προκειμένου η Αλβανία να κάνει «ενταξιακά» βήματα προς την πλευρά της ΕΕ (βήματα τα οποία περνούν όμως μέσα από τον σεβασμό των δικαιωμάτων, ιδιοκτησιακών κ.ά., της ελληνικής εθνικής μειονότητας);
  • Και πως θα σταθεί απέναντι στην Ελλάδα, ειδικά έπειτα από την ανακοινωθείσα ήδη από τον Οκτώβριο του 2020 συμφωνία των αυτοδύναμων κυβερνήσεων Μητσοτάκη και Ράμα να προσφύγουν από κοινού στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για το ζήτημα του καθορισμού των μεταξύ τους θαλασσίων ζωνών;

Αναλύοντας τα αλβανικά μετεκλογικά σενάρια μέσα από τις σελίδες έκθεσης των ΕΛΙΑΜΕΠ και Konrad Adenauer Stiftung, οι Δρ. Ιωάννης Αρμακόλας και Μπλεντάρ Φετά είχαν υπογραμμίσει πως στην περίπτωση που επικρατήσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ράμα, όπως και έγινε, «αναμένονται διεθνείς πιέσεις για προώθηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων, που δεν είχαν ολοκληρωθεί τα προηγούμενα χρόνια…».

«Οι ηγέτες της Ε.Ε αναμένουν πλέον απτά αποτελέσματα και δεν θα είναι ικανοποιημένοι μόνο με μια επιτυχή ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας. Αναμένεται να ζητήσουν ριζοσπαστικές αλλαγές, ώστε η Αλβανία να αποκτήσει μια κυβέρνηση που θα λογοδοτεί και θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της χώρας και των πολιτών της. Αλβανοί αναλυτές ανησυχούν πως μια νέα περίοδος που θα στιγματιστεί από ενδοκομματικές διαμάχες θα διακινδυνεύσει την ενταξιακή πορεία της χώρας», σημειώνουν οι κ.κ. Αρμακόλας και Φετά στην έκθεσή τους με τίτλο «Μπορεί η Αλβανία να ξορκίσει το “φάντασμα” των εκλογών του παρελθόντος; – Οι κρίσιμες εκλογές του Απριλίου 2021».

Προς τη Χάγη...

Αλλά και στο ελληνοαλβανικό «μέτωπο», υπάρχουν ακόμη ανοιχτά ζητήματα που χρήζουν επίλυσης, με το θέμα των θαλασσίων οριοθετήσεων να ξεχωρίζει (μαζί με την προάσπιση των δικαιωμάτων της ελληνικής εθνικής μειονότητας) από την πλευρά της Ελλάδας ως το περισσότερο προβεβλημένο… και λόγω Τουρκίας.

«Συζητήσαμε το θέμα καθορισμού των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας…Και… συμφωνήσαμε να προχωρήσουμε Ελλάδα και Αλβανία από κοινού στην υποβολή του ζητήματος αυτού στη διεθνή δικαιοσύνη, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης», δήλωνε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας από τα Τίρανα τον Οκτώβριο του 2020, έχοντας στο πλευρό του τον… πλέον επανεκλεγέντα στην εξουσία Έντι Ράμα.

«Οι εθνικιστικές τάσεις, που αναζωπυρώθηκαν από την απόφαση της (σ.σ. αλβανικής) κυβέρνησης των Σοσιαλιστών να επιλυθεί το ζήτημα της οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών (σ.σ. με την Ελλάδα) στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, και η έλλειψη πολιτικής συναίνεσης στο θέμα έχει ήδη προκαλέσει έντονες αντιπαραθέσεις για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα μιας τέτοιας κίνησης. Το βασικό ερώτημα είναι αν η νέα (σ.σ. αλβανική) κυβέρνηση θα διατηρήσει το "μομέντουμ" της επίλυσης των διαφορών (σ.σ. με την Ελλάδα) ή θα επιστρέψει στην παλαιά τακτική του ανταγωνισμού με τους γείτονες», σημειώνουν από την πλευρά τους οι κ.κ. Αρμακόλας και Φετά, εκφράζοντας προβληματισμό αναφορικά με όσα έπονται. Έναν προβληματισμό απολύτως δικαιολογημένο, εάν αναλογιστεί κανείς όσα προηγήθηκαν τόσο κατά την προεκλογική περίοδο του 2021 (με την πλευρά του αντιπολιτευόμενου Δημοκρατικού Κόμματος να απορρίπτει την ελληνοαλβανική προσφυγή στη Χάγη κατηγορώντας τον Ράμα για «μειοδοσία» και «εθνική προδοσία») όσο και κατά την προηγούμενη ελληνοαλβανική απόπειρα οριοθέτησης του 2009 (με τον – τότε αντιπολιτευόμενο – Έντι Ράμα να παίρνει θέση ενάντια στη συμφωνία που είχε φέρει το κυβερνών Δημοκρατικό Κόμμα PD με πρωθυπουργό τον Σαλί Μπερίσα και υπουργό Εξωτερικών τον νυν ηγέτη της παράταξης Λουλζίμ Μπάσα).

Εάν έχει αποδείξει κάτι η αλβανική πολιτική σκηνή τα περασμένα χρόνια, αυτό είναι το πόσο «έτοιμη» είναι η ίδια κάθε φορά να θυσιάσει στον βωμό της εσωτερικής πολιτικής πόλωσης την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας αλλά και την επίλυση των διαφορών της με την Ελλάδα. Ο ίδιος ο Μπερίσα, που ήταν πρωθυπουργός το 2009, αποκηρύσσει τώρα τη «μυστική συμφωνία Δένδια-Ράμα» όπως την χαρακτηρίζει, ως «απειλή» για τα σύνορα της Αλβανίας και «προδοσία σε βάρος του αλβανικού έθνους». Ενώ και ο ίδιος ο Ράμα, που έχει πια ταχθεί δημοσίως υπέρ της προσφυγής με την Ελλάδα στη Χάγη, αποκήρυσσε όταν ήταν στην αντιπολίτευση τα τότε «ανοίγματα» του Δημοκρατικού Κόμματος.

Θεωρητικώς και μόνο, η επανεκλογή Ράμα θα έπρεπε να ανοίξει τον δρόμο για να πραγματοποιηθούν περαιτέρω βήματα προόδου στις ελληνοαλβανικές σχέσεις το προσεχές διάστημα, κι αυτό παρά το «προβληματικό» υπόβαθρο του ιδίου Αλβανού πρωθυπουργού όπως εκείνο έχει εκδηλωθεί μέσα από τις προκλήσεις του έναντι της εθνικής ελληνικής μειονότητας αλλά και μέσα από τους στενούς δεσμούς του με την Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μια Τουρκία που έχει πραγματοποιήσει και σημαντικές επενδύσεις στην Αλβανία.

Ως «άξιο αναφοράς» σημειώνεται πάντως από το έχον άμεση σχέση με την ελληνική εθνική μειονότητα Himara.gr και ένα άλλο στοιχείο του εκλογικού αποτελέσματος της 25ης Απριλίου: «το γεγονός πως το κόμμα του Ράμα βρέθηκε πρώτο στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων στους δήμους όπου διαβιοί η ελληνική μειονότητα, Χιμάρα, Δρόπολη και Φοινίκι»…

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου